στις 7 μ.μ., στο «Χατζηγιάννειο» Πνευματικό Κέντρο Λάρισας. Ο Γιώργος Χαρβαλιάς στη συνέντευξή του μιλάει για τον απλό κόσμο που εν αντιθέσει με το πολιτικό σύστημα διαθέτει και μνήμη και κρίση και εθνική ευαισθησία, το παράδειγμα της Πολωνίας που διεκδικεί από τη Γερμανία το πόσο του 1,3 τρισ. ευρώ ως πολεμική αποζημίωση, τη δυσλειτουργικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που οφείλεται στη γερμανική ηγεμονία, αλλά και τη μεγάλη ευθύνη των υπόλοιπων και κυρίως των Γάλλων που άφησαν τους Γερμανούς να αλώσουν αθόρυβα όλους τους συλλογικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων. Στέλνοντας δε μήνυμα στους Λαρισαίους και τις Λαρισαίες, ο κ. Χαρβαλιάς θα σημειώσει ότι «όσο απομακρύνεσαι από το αθηνοκεντρικό κράτος ο αέρας γίνεται πιο φρέσκος. Το πιστεύω κι εγώ. Ο αέρας του θεσσαλικού κάμπου είναι πιο υγιεινός από την τοξική, ειδικά αυτές τις μέρες, ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. …Τα εθνικά ανακλαστικά της ελληνικής επαρχίας είναι ακόμη ισχυρά».
*Κύριε Χαρβαλιά, μιλήστε μας για το βιβλίο σας «Γιαβόλ! Αίμα, Λήθη και Υποτέλεια» που φαίνεται να έχει ιδιαίτερη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό…
-Πράγματι δεν έχουν συμπληρωθεί τρεις μήνες από την κυκλοφορία του και ήδη τυπώνουμε την τρίτη έκδοση. Αυτή η τόσο θερμή ανταπόκριση γύρω από ένα ζήτημα σύνθετο και χωρίς αμφιβολία βαρύ για τους πιο «ανυποψίαστους» αναγνώστες αποτέλεσε για μένα μια ευχάριστη έκπληξη. Γιατί αποδεικνύει ότι, σε αντίθεση με το πολιτικό προσωπικό της χώρας που πολύ συχνά φυγομαχεί αποφεύγοντας τα δύσκολα, ο απλός κόσμος διαθέτει και μνήμη και κρίση και εθνική ευαισθησία.
Το «Γιαβόλ», λοιπόν, είναι ένα βιβλίο ιστορικής αναψηλάφησης που επιχειρεί να αποκαταστήσει την αλήθεια στο δύσκολο κεφάλαιο των ελληνογερμανικών σχέσεων. Οι σχέσεις αυτές παραμένουν μετέωρες στον βαθμό που δεν ρυθμίζεται το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και του Κατοχικού Δανείου. Και αυτό είναι ευθύνη τόσο των εκάστοτε γερμανικών κυβερνήσεων που μονίμως υπεκφεύγουν ανατρέχοντας στο γνωστό μας… «περασμένα-ξεχασμένα», είναι όμως ευθύνη και των ελληνικών κυβερνήσεων που επιδεικνύουν μία εντυπωσιακή απροθυμία να θέσουν το θέμα επί τάπητος. Γιατί, ξέρετε, η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών αποτελεί και έναν στοιχειώδη φόρο τιμής προς μια γενιά παππούδων μας που αφανίστηκε στη μαύρη περίοδο της Κατοχής, κυρίως, όμως, υποθήκευσε το μέλλον των παιδιών της. Οι Γερμανοί, δυστυχώς, εκτός από τις πρωτοφανείς ωμότητες εις βάρος αμάχων και την καταδίκη του ελληνικού πληθυσμού, άρπαξαν και το κρατικό ταμείο. Αυτή η λεηλασία υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αιτία της κακοδαιμονίας μας και της τραγικής οικονομικής κατάστασης της πατρίδας μας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Η δική μου προσπάθεια επομένως είναι να συμβάλω με τις πολύ μικρές μου δυνάμεις στην αφύπνιση της κοινής γνώμης, αλλά και της πολιτικής ηγεσίας. Η Ελλάδα του σήμερα με το μεγαλύτερο (αναλογικά) δημόσιο χρέος, όχι στην Ευρώπη, αλλά σε ολόκληρο τον… πλανήτη, δεν νομίζω ότι είναι σε θέση να χαρίζει χρήματα στους Γερμανούς ή σε οποιονδήποτε άλλο…
*Υπάρχει, όμως, ελπίδα να λάβουμε ποτέ τις αποζημιώσεις από τη Γερμανία; Ή πρόκειται για θεωρητική άσκηση εργασίας εσωτερικής κατανάλωσης;
-Ελπίδα δεν θα υπάρξει αν δεν προκύψει η απαραίτητη πολιτική βούληση. Και ειλικρινά δεν αντιλαμβάνομαι πώς η Πολωνία, ένα κράτος με ανάλογες δυνατότητες, αν και όχι υπερχρεωμένο, φτάνει να διεκδικεί σήμερα από τη Γερμανία το αστρονομικό πόσο του 1,3 τρισ. ευρώ, χωρίς δισταγμούς μήπως χαλάσει τις καρδιές της, με μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη. Αν το ζήτημα των πολωνικών επανορθώσεων ανακινείται σήμερα, φανταστείτε τη δική μας περίπτωση, όπου τα νομικά ερείσματα είναι κατά πολύ ισχυρότερα. Γιατί στην περίπτωση της Ελλάδας δεν μιλάμε μόνο για επανορθωτικές, αλλά και για απολύτως συμβατικές υποχρεώσεις της Γερμανίας. Το Κατοχικό Δάνειο αποτελεί σύμβαση γραμμένη στο χαρτί. Αυτά, λοιπόν, ούτε διαγράφονται ούτε παραγράφονται στο πέρασμα του χρόνου, δεδομένου μάλιστα ότι παρά την προδιάθεση υποτέλειας καμία ελληνική κυβέρνηση δεν διανοήθηκε να παραιτηθεί από τις έννομες αξιώσεις για τα πολεμικά χρέη.
*«Τη Γερμανία πρέπει να τη βομβαρδίζεις κάθε 50 χρόνια. Δεν έχει σημασία να ξέρεις τον λόγο, ξέρουν εκείνοι…» είναι μια φράση που φέρεται να ειπώθηκε από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ. Πιστεύετε ότι ο Άγγλος πολιτικός είχε δίκιο ή μήπως η Γερμανία είναι ο αναγκαίος κακός για να καλύπτουμε τις δικές μας ανεπάρκειες…
-Παρότι δεν υπάρχει πουθενά επίσημη καταγραφή αυτής της φράσης, δεν θα με εξέπληττε να έχει ειπωθεί, γιατί ταιριάζει στον ευφυή κυνισμό και την πολιτική αθυροστομία του μεγάλου αυτού Βρετανού. Βέβαια, στο τέλος ο Τσώρτσιλ άλλαξε γνώμη και βρήκε νέο απειλητικό εχθρό στο πρόσωπο της τότε ΕΣΣΔ που γρήγορα βαφτίστηκε «Κόκκινη Αρκούδα». Αυτό ήταν και το έναυσμα για τη συγχώρεση-εξπρές της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας που ουσιαστικά έμεινε ατιμώρητη και επανέφερε κορυφαίους Ναζί στον κρατικό μηχανισμό, ακόμη και επικεφαλής των πιο ευαίσθητων τομέων, όπως οι μυστικές υπηρεσίες. Το φαινόμενο αυτό της «λήθης δίχως νέμεση» απασχολεί αρκετές σελίδες του βιβλίου μου. Αν δεν είχε δραματοποιηθεί τόσο υπερβολικά η σοβιετική απειλή, ίσως να είχε εφαρμοστεί το σχέδιο Μόργκενταου που προέβλεπε το δραστικό ξήλωμα της βαριάς βιομηχανίας και τη μετατροπή της Γερμανίας σε μία μεγάλη αγροτική χώρα, στο πρότυπο -αν θέλετε- της Ελβετίας ή της Ολλανδίας. Αυτό δεν συνέβη, η Γερμανία κράτησε άθικτη την παραγωγική της βάση και κατάφερε να κυριαρχήσει εκ νέου στην Ευρώπη, αυτήν τη φορά όχι με τα όπλα, αλλά με τις εξαγωγές της. Προσωπικά αποδίδω τη σημερινή δυσλειτουργικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτήν τη γερμανική ηγεμονία. Η μεγάλη ευθύνη των υπόλοιπων και κυρίως των Γάλλων είναι ότι άφησαν τους Γερμανούς να αλώσουν αθόρυβα όλους τους συλλογικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων. Ουσιαστικά η γραφειοκρατία των Βρυξελλών σε αυτούς αναφέρεται. Και αυτό είναι μία αλήθεια. Δυστυχώς, η αντίδραση έπρεπε να έχει υπάρξει νωρίτερα. Τώρα είναι αργά.
*Τι θα θέλατε να κρατήσει ο αναγνώστης από το βιβλίο σας;
-Το εθνικό χρέος απέναντι στην ιστορία και τους προγόνους μας να διεκδικήσουμε τις γερμανικές οφειλές.
*Τι μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στους Λαρισαίους;
-Όπως λέει ένας φίλος μου, όσο απομακρύνεσαι από το αθηνοκεντρικό κράτος ο αέρας γίνεται πιο φρέσκος. Το πιστεύω κι εγώ. Ο αέρας του θεσσαλικού κάμπου είναι πιο υγιεινός από την τοξική, ειδικά αυτές τις μέρες, ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. Και η Λάρισα αποτελεί σίγουρα μία όψη της… καλής Ελλάδας. Είναι μια υπέροχη πόλη, έχω αρκετούς φίλους εδώ και για τον λόγο αυτόν την επέλεξα ως δεύτερο σταθμό της βιβλιοπαρουσίασης του «Γιαβόλ». Τα εθνικά ανακλαστικά της ελληνικής επαρχίας είναι ακόμη ισχυρά…