*Γιατί τον Ματθαίο Γιωσαφάτ; Πώς προέκυψε η ιδέα;
-Ήταν μια ιδέα που ξεκίνησε από τον εκδότη του «Αρμού», τον κ. Γιώργο Χατζηιακώβου, ο οποίος κάποια στιγμή που βρισκόμουν σκυμμένη επάνω στους πάγκους του βιβλιοπωλείου για να βρω νέα θέματα και νέους προσκεκλημένους για την εκπομπή «Στα Ακρα», μου είπε «Βίκυ, δεν κάνεις μια συνέντευξη-μεγάλο βιβλίο με τον Ματθαίο;». Και έτσι και έγινε. Πρόκειται για μια συνέντευξη ad hoc, συναντηθήκαμε 5 φορές με τον αείμνηστο Ματθαίο Γιωσαφάτ, μιλήσαμε τρεις με τρεισήμισι ώρες κάθε φορά, είχαμε και κάποιες τηλεφωνικές διαλέξεις και προέκυψε αυτό το υλικό. Γιατί τον Ματθαίο Γιωσαφάτ, λοιπόν... Γιατί ούτως ή άλλως έχουσα την εμπειρία από την τηλεοπτική μου εκπομπή «Στα Ακρα» όπου είχε φιλοξενηθεί τρεις φορές, είχα αντιληφθεί ότι πρόκειται για έναν πολύ δημοφιλή ψυχίατρο, επιστήμονα, και ενδεχομένως τον πατέρα -θα έλεγα- της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Το χαρακτηριστικό του ήταν ότι ο λόγος του είχε αμεσότητα και γνώριζε τόσο πολύ καλά τα θέματά του ώστε μπορούσε να μιλάει πολύ απλά, φαινόταν δηλαδή ότι ήταν μια γνώση χωνεμένη η γνώση του, με αποτέλεσμα να μπορούν να τον καταλαβαίνουν άνθρωποι που έχουν βασικές γνώσεις ψυχαναλύσεως -και μερικές φορές ούτε καν- έως και αυτοί που είναι ειδικοί και ειδήμονες σε σχέση με το αντικείμενο.*Εκλαΐκευσε την ψυχανάλυση δηλαδή;
-Το είπατε με τρεις λέξεις, κ. Αραμπατζή.
ΣΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ
*Πώς ήταν να βάζετε εσείς στο ντιβάνι τον πατέρα της ψυχανάλυσης;
-Ήταν μια πολύ γοητευτική αντιστροφή. Αλλά πρέπει να σας πω ότι, ακόμα και από τις ερωτήσεις που του υπέβαλλες, ο Ματθαίος Γιωσαφάτ σου έκανε ψυχανάλυση. Στην πραγματικότητα δηλαδή δεν ήταν μόνο δικό του ντιβάνι, αλλά και δικό σου. Ήταν πολύ ωραία αυτή η επικοινωνία μας γιατί γνωριζόμασταν αρκετά καλά. Υπήρχε μεταξύ μας μία σχέση σεβασμού, αλληλοεκτίμησης, με είχε τιμήσει κιόλας γιατί του είχα παρουσιάσει και τα δύο του βιβλία, τον θυμάμαι με πολλή τρυφερότητα.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΜΟΡΦΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ
*Τι σας έμεινε απ’ αυτόν τον κύκλο συναντήσεων και συνομιλιών με τον Ματθαίο Γιωσαφάτ;
-Το σημαντικότερο μάθημα ήταν ότι η αγάπη μαθαίνεται. Η αγάπη, που θεωρούμε ότι είναι μια διαδικασία περίπου αντανακλαστική, ο έρωτας δηλαδή, ο Ματθαίος Γιωσαφάτ έλεγε ότι είναι μια μορφή αναπηρίας. Μπορούμε να μάθουμε την αγάπη και ποτέ δεν είναι αργά, όσα τραύματα και να έχουμε δεχθεί από την παιδική μας ηλικία, υπάρχει πάντοτε χρόνος και περιθώριο να γιατρευτούν αυτά τα τραύματα. Αρκεί να μπορέσουμε να τα συνειδητοποιήσουμε.
Το άλλο -κι αυτό που θεωρώ μείζον θέμα και έχει την κοινωνική του διάσταση- είναι η αναγκαιότητα να ιδρυθούν δημόσιες δομές ψυχικής υγείας, όπως επίσης και σχολές γονέων, γιατί στην πραγματικότητα, και πρέπει να το ομολογήσουμε αυτό κ. Αραμπατζή, πηγαίνουμε για τον πιο δύσκολο ρόλο μας που είναι ο ρόλος τού ή της συντρόφου και μετά είναι ο ρόλος του γονιού, εντελώς απροετοίμαστοι. Δεν ξέρουμε τι θα αντιμετωπίσουμε και τι και πώς μπορούμε να διαχειριστούμε μία προσωπική σχέση και μπορεί να είναι λειτουργική αυτή η σχέση, να είναι μία σχέση αγάπης. Και γι’ αυτό αυτή η πρότασή του να δημιουργηθούν δημόσιες δομές ψυχικής υγείας με τη συμμετοχή της Πολιτείας, της Εκκλησίας, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των επιστημονικών ομάδων των ειδικών της ψυχικής υγείας, νομίζω ότι είναι η σημαντικότερή του παρακαταθήκη.
ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΑΚΟΥΜΠΑΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ
*Αισιοδοξείτε ότι η παρακαταθήκη αυτή θα λάβει σάρκα και οστά;
-Όχι, δυστυχώς, διότι το θέμα ψυχική υγεία έχει στην πραγματικότητα απασχολήσει μόνο τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό είναι ένα μείζον πρόβλημα διότι μπορεί κάποιος ελαφρά τη καρδία να θεωρήσει ότι ολοκληρώνοντας έναν κύκλο σεμιναρίων ψυχαναλύσεως ή ψυχολογίας βάζει μια ταμπέλα, όπως λέει ο Ματθαίος Γιωσαφάτ, στην πόρτα του και δηλώνει ψυχαναλυτής οπότε πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί πού πηγαίνουμε και ακουμπάμε την ψυχή μας, θέλει ενδελεχή έρευνα πριν αποφασίσουμε πού θα κάνουμε ψυχοθεραπεία. Επίσης πρέπει να ομολογήσουμε ότι είναι μια διαδικασία, ένα σπορ ακριβό, κοστίζει το να κάνει κανείς ψυχοθεραπεία και επίσης ζητήματα που απασχολούν την ελληνική οικογένεια, όπως είναι τώρα για παράδειγμα τα παιδιά, η παραβατικότητα, η εξάρτηση πολλών παιδιών από το διαδίκτυο, δεν είναι ζητήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν από την ελληνική οικογένεια αν δεν έχει χρήματα, οπότε πιστεύω ότι η Πολιτεία πρέπει να εγκύψει σ’ αυτό το θέμα και να αρχίσει να κάνει δομές απογευματινών ιατρείων, να ενισχύει δηλαδή τα απογευματινά ιατρεία των δημόσιων νοσοκομείων και όπως έχουμε ένα πρόβλημα με την καρδιά μας και πηγαίνουμε το απόγευμα στον καρδιολόγο και πηγαίνουμε στον καρδιολόγο στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου, έτσι να μπορούμε να απευθυνόμαστε στον ειδικό της ψυχικής υγείας.
ΤΑΜΠΟΥ
*Μιλήσατε για θέματα που κρύβονται στον πυρήνα της ελληνικής οικογένειας, πόσο εύκολο όμως είναι στην Ελλάδα να μιλήσει κανείς ανοιχτά για θέματα -που αν και είμαστε στο 2023 θεωρούνται- ταμπού;
-Έχετε απόλυτο δίκιο, κ. Αραμπατζή. Έχει αλλάξει η κατάσταση βέβαια, δεν είναι όπως ήταν πριν -ας πούμε- 10 χρόνια. Ακόμη κι αυτή η συζήτηση που κάνουμε βοηθάει στο να αλλάξει η κατάσταση. Εντούτοις έχουμε ακόμη πολύ χρόνο να διανύσουμε, εξακολουθεί να είναι ταμπού, ειδικότερα στον χώρο της περιφέρειας, όχι τόσο πολύ στην Αθήνα που χάνεσαι μέσα στην ανωνυμία, αλλά στις μικρότερες και πιο κλειστές πόλεις, ναι. Νομίζω ως προς αυτό και αυτό είναι μια ιδέα που θα ήθελα πραγματικά αν κάποιοι δήμαρχοι που έχουν ευήκοα ώτα να τα ανοίξουν και να ακούσουν, ιδέα των τηλεφωνικών αριθμών, δηλαδή, εάν στον δήμο κάποιος έβαζε έναν τηλεφωνικό αριθμό στον οποίο θα μπορούσαν να καλούν -ίδρυε μια τέτοια υπηρεσία- οι δημότες για να ζητάνε βοήθεια, ανώνυμα, πιστεύω ότι θα βοηθούσε πάρα πολύ γιατί θα διασφάλιζε αυτό που ορθά επισημαίνετε: την ιδιωτικότητα και την εχεμύθεια, γιατί πάντα ανησυχείς ότι το πρόβλημά σου μπορεί να κυκλοφορήσει ευρέως.