Στη συνέντευξή του ο Χάρης Ιωσήφ μιλάει για το βιβλίο του που είναι «…μια ραψωδία από το χαμένο έπος ενός μοναχού, ίσως του τελευταίου που απέμεινε στη Μονή Στροφάδων», το τι σημαίνει γι’ αυτόν η βράβευσή του με το βραβείο «Γ. Αθάνα» της Ακαδημίας Αθηνών, τι κάνει έναν άνθρωπο ποιητή, αλλά και το τι έκανε αυτόν ποιητή, ενώ κλείνοντας αναφέρεται και στον «Πετρομαλλιά, το γερμανικό παιδικό παραμύθι του 19ου αιώνα του οποίου έκανε απόδοση στα ελληνικά και που θα συστηθεί στο λαρισαϊκό κοινό αύριο στις 11 το πρωί, στο καφέ Μόντι. Μιλώντας δε για τον «Πετρομαλλιά», θα σημειώσει ότι: «Κρατήσαμε δε όλες τις πολιτικά μη ορθές παραινέσεις του γονιού του 19ου αιώνα προς το παιδί του για λόγους πιστότητας προς την αρχική έκδοση. Για τον λόγο αυτόν ίσως να απευθύνεται αρχικά στους μεγάλους που έχουν ανάγκη έναν καλώς εννοούμενο παλιμπαιδισμό και μετά στα παιδιά».
*Κύριε Ιωσήφ, μιλήστε μας για το βιβλίο σας που θα παρουσιαστεί σήμερα στην πόλη μας…
-Φανταστείτε τον Οδυσσέα στη μέση του πελάγους, όμως, αντί να ταξιδεύει με πλοίο, βρίσκεται πάνω σ’ έναν βράχο. Οι σύντροφοι άφαντοι. Η θάλασσα γύρω του λυσσομανά. Ο θυμωμένος Ποσειδώνας, η Άρπυια είναι εκεί, τους «κουβανεί μες στην ψυχή του», αλλά είναι «η σκέψι του υψηλή». Φορά το ράσο του μοναχού, είναι χριστιανός. Η Ιθάκη του δεν είναι γεωγραφικός προορισμός, είναι πρωτίστως πνευματική.
Το βιβλίο είναι μια ραψωδία από το χαμένο έπος ενός μοναχού, ίσως του τελευταίου που απέμεινε στη Μονή Στροφάδων, δεκάδες μίλια ανοιχτά της Ζακύνθου. Μόνος σε μια πλωτή βιβλιοθήκη με κείμενα παλιά και νέα βαστά ένα πολύπαθο πανί σε αέρα δυνατό και πίστη στη γραφή. «Γραφή πλωτή, θεμελιωμένη στον αιώνα», μας λέει στον μονόλογό του. Γράφει, ιερουργεί, φροντίζει τα ζωντανά, μαζεύει κάππαρη, τα φύλλα της οποίας γίνονται γλώσσες και μιλάνε στα παλιά ιδιώματα. Αναρωτιέται «για ποιον γράφω και δεν γράφω».
Το βιβλίο αποτελεί μια σπάνια έκδοση, όχι μόνο για το ιδιαίτερο περιεχόμενό του, αλλά και γιατί θυμίζει τους κώδικες και τα παλαίτυπα στη Μονή Στροφάδων. Το χαρτί, το μελάνι, η δίχρωμη εκτύπωση, με τις «σημειώσεις» στην ώα των σελίδων, είναι ένα εκδοτικό κατόρθωμα των Εκδόσεων «Περισπωμένη» και αξίζει να βρίσκεται σε κάθε ενημερωμένη βιβλιοθήκη.
* «Των στροφάδων εστίν» τιμήθηκε με το βραβείο «Γ. Αθάνα» της Ακαδημίας Αθηνών. Τι σημαίνει αυτό για έναν νέο ποιητή;
-Είναι μεγάλη τιμή η απονομή του βραβείου Γ. Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών, γιατί αποτελεί το «πρώτο σκαλί», που θα έλεγε ο Αλεξανδρινός, σε μια κλίμακα δυσθεώρητη από «τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε».
Η απουσία της ουσιαστικής κριτικής στη λογοτεχνία, η έκπτωση του κριτικού λόγου σε κείμενα «βιβλιοπαρουσίασης» καθιστά τα βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών φάρους πνευματικότητας που μπορούν να φωτίσουν ένα καλό βιβλίο και να το καταστήσουν περισσότερο ορατό στο αναγνωστικό κοινό. Βέβαια, οι φάροι φωτίζουν αναγκαστικά ένα μέρος κάθε φορά, ένα πόνημα και έναν δημιουργό, τους οποίους «τύχη αγαθή» τους ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλούς άλλους αξιόλογους.
Είναι «χρίσμα ψυχικό», ώστε ν’ ανάψουμε το κερί μας από ένα καντήλι σε ναό περικαλλή και να μεταλαμπαδεύσουμε το φως του. Είναι μια ευκαιρία να ακουστούν νέες φωνές, να αναδειχθεί η «εν κρυπτώ» παραγωγή της τρέχουσας λογοτεχνικής γενιάς.
*Τι κάνει έναν άνθρωπο ποιητή; Τι έκανε εσάς ποιητή;
Η λέξη «ποιητής» κατά καιρούς έχει συνδεθεί άλλοτε με έναν προφήτη, άλλοτε με έναν παρία, ή αλαφροΐσκιωτο ρομαντικό που αφιερώνει τη ζωή του στην ποιητική γραφή, αδιαφορώντας για τα εγκόσμια.
Βέβαια, αναδείχθηκαν μεγάλες προσωπικότητες στον χώρο, αλλά πάντοτε ο ποιητής αποτελούσε έναν σκληρό εργάτη της γραφής που συναισθανόταν τη δυσκολία και τον κάματο της τέχνης του.
Σήμερα, με τις δυνατότητες που δίνονται στη δημοσίευση τόσο σε ψηφιακά μέσα και κοινωνικά δίκτυα όσο και εκδοτικά, είναι εύκολο να μπει κανείς σε αυτήν την οικογένεια και να δηλώσει ποιητής.
Μπήκα στα γράμματα σε μεγάλη ηλικία, όταν βρήκα το θάρρος της δημόσιας έκθεσης. Όμως, ποιητής είναι κανείς κατ’ αρχάς στην ψυχή.
Αυτό ήταν πάντοτε ένα γνώρισμα του χαρακτήρα μου, το να κινητοποιούμαι στη γραφή από βιώματα και εμπειρίες, αλλά και από ανθρώπους, από ιστορικά γεγονότα, ακόμα-ακόμα και από την ίδια την Τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της. Ο κύκλος κλείνει όταν αποκτά κανείς αναγνώστες, με το που μιλά κάποιος για τη γραφή σου.
*Πώς βλέπετε τη σύγχρονη ποίηση στην Ελλάδα;
-Έχει ειπωθεί ότι η ποίηση είναι νεκρή. Η φράση αυτή, αν και υπερβολική, έχει να κάνει με την κοινή πεποίθηση ότι μετά από 27 αιώνες λογοτεχνικής παραγωγής, όλα έχουν πλέον ειπωθεί. Δεν έχουμε ακόμη αποτιμήσει αυτήν την παραγωγή και ίσως δεν το καταφέρουμε στον βίο μας.
Στην Ελλάδα, το βάρος των προηγούμενων ποιητικών γενιών είναι εμφανές στον τρόπο γραφής. Η μίμηση είναι αναπόφευκτη, όσο και η ανάγκη να ενστερνιστούμε αυτό που ονομάζεται «μεταμοντέρνο», μια νεφελώδης ακόμα εκδήλωση μιας τάσης για απλούστευση στη γραφή, για απογύμνωση από λογοτεχνικά «τερτίπια» που τελικά οδηγεί -στην πιο ακραία της έκφανση- στον ίδιο αυτόν αφορισμό που αναγγέλλει τον θάνατο της ίδιας της ποίησης.
Πιστεύω στην πολυπρόσωπη σύνθεση της τρέχουσας ποιητικής παραγωγής, γιατί πιστεύω στη φυσική επιλογή των αξιολογότερων κειμένων από τον ίδιο τον Χρόνο. Οι μελλοντικοί κλασικοί βρίσκονται ανάμεσά μας, όπως κι αν ονομαστεί (αν ονομαστεί ποτέ) η τρέχουσα ποιητική γενιά.
*Την επόμενη μέρα της παρουσίασης του βιβλίου «Των στροφάδων εστίν» θα συστήσετε στο λαρισαϊκό κοινό, τον Πετρομαλλιά. Μιλήστε μας γι’ αυτόν…
-Πρόκειται για ένα από τα πιο διάσημα βιβλία παιδικής λογοτεχνίας μαζί με τα παραμύθια των Αδερφών Γκριμ, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και του Λιούις Κάρολ. Γράφτηκε από έναν ιατρό, τον Χάινριχ Χόφμαν, το μακρινό 1844 και εκδόθηκε την επόμενη κιόλας χρονιά, για να γνωρίσει τελικά πάνω από 700 εκδόσεις μόνο στα Γερμανικά. Στην Ελλάδα εκδόθηκε πρώτη φορά το 2003, σε μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη και τίτλο «Ο Πετροτσουλούφης».
Στην εκ νέου απόδοση από τα Γερμανικά, που υπογράφω με τον τίτλο «Ο Πετρομαλλιάς», προσπαθήσαμε μαζί με τον Σωτήρη Σελαβή των Εκδόσεων «Περισπωμένη» να τυπώσουμε την υπέροχη αυθεντική εικονογράφηση και το κείμενο όσο το δυνατόν πιο ευανάγνωστο και νοηματικά κοντά στο πρωτότυπο, όσο και ποιητικό ταυτόχρονα, αλλά και παιγνιώδες.
Κρατήσαμε δε όλες τις πολιτικά μη ορθές παραινέσεις του γονιού του 19ου αιώνα προς το παιδί του για λόγους πιστότητας προς την αρχική έκδοση.
Για τον λόγο αυτόν ίσως να απευθύνεται αρχικά στους μεγάλους που έχουν ανάγκη έναν καλώς εννοούμενο παλιμπαιδισμό και μετά στα παιδιά.
Συνέντευξη στον Θανάση Αραμπατζή