προκαλέσει, για την υπερηφάνεια που μας έχει κάνει να αισθανόμαστε για τον τόπο μας, όχι με την τοπικιστική έννοια, αλλά με την έννοια της αυτοεκτίμησης: δηλαδή ότι είμαστε ένας λαός που δεν είναι ο τελευταίος του χωριού, δεν είναι το υπόλειμμα μετά από μια οικονομική κρίση. ...Να μάθουμε να είμαστε ακομπλεξάριστοι απέναντι στην ταυτότητά μας και να δημιουργήσουμε κι εμείς, με το δικό μας δημιουργικό φορτίο -όπως κάνει τώρα η Εθνική-, το λιθαράκι μας στον παγκόσμιο πολιτισμό» τονίζει σήμερα στην «Ε» ο δημοφιλής ηθοποιός Φάνης Μουρατίδης λίγες ώρες πριν την παράσταση «Ο κουρέας της Σεβίλλης» στην οποία συμπρωταγωνιστεί και που θα πραγματοποιηθεί απόψε στις 9 στο Κηποθέατρο Αλκαζάρ. Ο δημοφιλής ηθοποιός, που ενσαρκώνει τον Ντοτόρε Μπαρτόλο, στη συνέντευξή του μιλάει για την παράσταση την οποία από τον χειμώνα και μέχρι σήμερα την έχουν δει πάνω από ενενήντα χιλιάδες άνθρωποι, το φετινό «κανονικό» καλοκαίρι, τον Λαρισαίο του 2022 και τις ομοιότητές του με τον Γάλλο του 1772, τον Νίκο Γκάλη, αλλά και την Εθνική Ελλάδος. Μιλώντας δε για τον θρίαμβο του 1987 τότε που η Εθνική μπάσκετ κατέκτησε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα νικώντας τη Σοβιετική Ενωση θα πει ότι: «Οταν το είχαμε πάρει -θυμάμαι- ήμουν στην Πλάκα Λιτοχώρου και από τη χαρά μου και την ευτυχία μου δεν ήξερα τι να κάνω, έτρεχα μόνος μου σε ένα δάσος μέσα στη νύχτα και «σκοτώθηκα» επειδή ήταν πίσσα σκοτάδι και δεν έβλεπα μπροστά μου».
Συνέντευξη στον Θανάση Αραμπατζή
• Κύριε Μουρατίδη, μιλήστε μας για την παράσταση...
-Ο «Κουρέας της Σεβίλλης» είναι ένα έργο που γράφτηκε στα τέλη του 1700 περίπου. Είναι ένα αριστουργηματικά κατασκευασμένο κείμενο για την εποχή του Μπομαρσέ. Για μας ήταν μια πολύ ωραία αφορμή να συναντηθούμε όλη αυτή η παρέα, με πολύ κέφι, πολλή ενέργεια και διάθεση να δώσουμε στον κόσμο μια ανακούφιση, να τον αποσυμπιέσουμε, να χαρεί μαζί μας και να μπει στη γιορτή που στήνουμε. Εμείς τον στόχο μας τον πρωταρχικό τον πετύχαμε, φτιάχνοντας ένα άρτιο θέαμα με έναν εξαιρετικό θίασο, με ηθοποιούς, τραγουδιστές, χορευτές, μουσικούς, πλούσια κοστούμια και εξαιρετικά σκηνικά. Ενα θέαμα γεμάτο αγάπη και επειδή μετά από τόσο καιρό μπορώ να μιλήσω με νούμερα, όταν μια παράσταση την έχει δει πάνω από 90 χιλιάδες κόσμος το πρόσημο είναι υπερθετικό.
• Σήμερα στην πόλη μας δίνετε την τελευταία σας παράσταση, πώς βιώσατε το φετινό «κανονικό» καλοκαίρι;
- Εμείς δώσαμε επιλεγμένες παραστάσεις. Η δική μας εμπειρία ήταν συγκινητική και πρωτόγνωρη, γιατί η ψήφος εμπιστοσύνης ήταν μεγάλη τιμή για μας. Η συνενοχή που ζούσαμε κάθε βράδυ με το κοινό ήταν μοναδική. Μακάρι να μας αξιώσει ο Θεός να ζούμε τέτοια καλοκαίρια, σαν παρέα, αλλά το εύχομαι και σε όλους τους επαγγελματίες να βιώσουν κι αυτοί αυτό που βιώσαμε εμείς αυτό το καλοκαίρι.
• Πώς μπορεί να «ταυτιστεί» ο Λαρισαίος του 2022 με τον Γάλλο του 1772 όταν και γράφτηκε το έργο από τον Μπομαρσέ;
- Ο άνθρωπος στη δομή του και στη βάση του δεν βιώνει συγκλονιστικές αλλαγές, οι κοινωνίες εξελίσσονται. Υπάρχουν πολλές προσαρμογές στα νέα δεδομένα που υπάρχουν γύρω μας, ωστόσο οι βασικές ανάγκες στο κομμάτι «συντροφικότητα», στο κομμάτι «συναισθημάτων», «επιβίωσης», «ταξικών θεμάτων» είναι θέματα που απασχολούσαν, απασχολούν και θα απασχολούν στο μέλλον συνεχώς τις κοινωνίες. Πώς θα υπάρξει δηλαδή μια νέα προσαρμοστικότητα στα κοινωνικά ζητήματα. Αυτό -με έναν περίεργο τρόπο- το διαπραγματεύεται ο Μπομαρσέ, αλλά το κρύβει με έναν εξαιρετικά έντεχνο τρόπο. Θέλει έναν πολύ καλό «γευστικό κάλυκα» για να μπορέσει κανείς να διακρίνει αυτές τις έξυπνες, ιντριγκαδόρικες κοινωνικές αποχρώσεις που έχει αυτό το έργο, γιατί καλύπτεται από την απλοϊκότητα της πλοκής και ταυτόχρονα από την ευκολία που θα διαβάσει κανείς τη συμπεριφορά των ηρώων. Πίσω όμως απ’ όλα αυτά κρύβεται ένας έντεχνος τρόπος και μια συγκεκριμένη σκέψη και τοποθέτηση για την κοινωνία όσο κι αν αυτό που σας λέω μπορεί να μην το προσέξει κανείς σε πρώτη ανάγνωση. Θεωρώ ιδιοφυΐα έναν καλλιτέχνη όταν μας λέει τα πράγματα με έναν πάρα πολύ ωραίο γρίφο κι εμείς μπορεί να τον καταλάβουμε μετά από καιρό ή ίσως και ποτέ.
• Εχετε δηλώσει μπασκετικός, θα ήθελα και το σχόλιό σας για την Εθνική...
- Φουλ μπασκετικός (σ.σ. γέλια). Η Εθνική Μπάσκετ είναι η αγαπημένη μου ομάδα. Ανήκω σε μια γενιά που το Eurobasket του ‘87 ήταν η ιστορική στιγμή που ένωσε όλη την Ελλάδα. Τελείωσαν ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός, τα κόμματα, και οι άνθρωποι ενώθηκαν κυριολεκτικά και ξεχύθηκαν στους δρόμους. Οταν το είχαμε πάρει θυμάμαι ήμουν στην Πλάκα Λιτοχώρου και από τη χαρά μου και την ευτυχία μου δεν ήξερα τι να κάνω, έτρεχα μόνος μου σε ένα δάσος μέσα στη νύχτα και «σκοτώθηκα» επειδή ήταν πίσσα σκοτάδι και δεν έβλεπα μπροστά μου. Μου δημιούργησε αυτή η ομάδα μία πρωτόγνωρη κίνηση για τον εαυτό μου να κάνω κάτι που δεν μπορούσα να το ελέγξω πια ο ίδιος.
Είμαι από τη Θεσσαλονίκη και πρότυπό μου ήταν ο Νικ Γκάλης, ήθελα να είμαι σαν αυτόν, όχι σε επίπεδο αθλητή γιατί δεν είχα τα φόντα αλλά σε επίπεδο στοχοπροσήλωσης, επαγγελματισμού, θυσιών και την πρόθεση να δημιουργεί τεράστια συγκινησιακά φορτία στους θεατές. Γιατί δεν ήταν μόνο αποτελεσματικός αλλά είχε αυτόν τον υπέροχο συνδυασμό αποτελέσματος και θεάματος. Αυτή η έννοια του θεάματος ακούμπησε μέσα μου ασυνείδητα μέσα από το μπάσκετ.
Νιώθω υπερήφανος για την Εθνική Ελλάδος -όλα αυτά τα χρόνια- για τις συγκινήσεις που μας έχει προκαλέσει, για την υπερηφάνεια που μας έχει κάνει να αισθανόμαστε για τον τόπο μας, όχι με την τοπικιστική έννοια, αλλά με την έννοια της αυτοεκτίμησης: δηλαδή ότι είμαστε ένας λαός που δεν είναι ο τελευταίος του χωριού, δεν είναι το υπόλειμμα μετά από μια οικονομική κρίση. Ο λαός αυτός έχει δυναμική, απ’ αυτήν τη δυναμική πρέπει να μάθουμε να είμαστε ακομπλεξάριστοι απέναντι στην ταυτότητά μας και να δημιουργήσουμε κι εμείς, με το δικό μας δημιουργικό φορτίο -όπως κάνει τώρα η Εθνική-, το λιθαράκι μας στον παγκόσμιο πολιτισμό.