το πρώτο του βιβλίο ο συγγραφέας και καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Χριστόφορος Νικολάου λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του. Ο Χριστόφορος Νικολάου που ξεκίνησε τη συγγραφική του πορεία από έναν διαγωνισμό της «Ε» στον οποίο βραβεύτηκε, συστήνει στο κοινό τα «Αόρατα μέλη» (εκδόσεις «Πηγή») και μιλάει για την πολυπρισματικότητα που τα διακρίνει, την απώλεια και το συνεπαγόμενο πένθος γύρω από τα οποία περιστρέφονται τα διηγήματα, τη χημεία και τη βιολογία που έχει σπουδάσει ο συγγραφέας και -ίσως- αντανακλώνται στη μεθοδικότητα και στην προσοχή στη λεπτομέρεια, τη χαρά του που το βιβλίο του βρίσκεται στο βιβλιοπωλείο της «Πολιτείας» αλλά και το ενδιαφέρον του για το ποιοι θα διαβάσουν το βιβλίο κι όχι πόσοι, ενώ αναφερόμενος για το πώς ξεκίνησε να γράφει σημειώνει ότι «ξεκίνησα να γράφω με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί ξεκινά να κλωτσά μια μπάλα». Ο Χριστόφορος Νικολάου μιλώντας για τη βράβευση ενός διηγήματος σε διαγωνισμό της «Ε» και το αν αυτό στάθηκε εφαλτήριο για τη μετέπειτα ενασχόλησή του με τη συγγραφή, σημειώνει ότι «αναγνωρίστηκε από ανθρώπους με ένα εξακριβώμενο λογοτεχνικό κριτήριο, τους οποίους δεν είχα γνωρίσει ποτέ, ήταν μια μεγάλη ώθηση, μια επιβεβαίωση ότι υπήρχε κάτι που άξιζε να δουλευτεί παραπέρα».
*Κύριε Νικολάου, συστήστε μας τα «Αόρατα μέλη»…
-Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων που έχουν γραφτεί μέσα σε ένα διάστημα κοντά δεκαπέντε χρόνων. Η χρονική απόσταση που τα χωρίζει αλλά και μια πειραματική διάθεση από μέρους μου σε ό,τι αφορά το αφηγηματικό ύφος, τα κάνουν να φαίνονται σε πρώτη ανάγνωση, αρκετά ετερόκλητα. Ο χώρος και ο χρόνος απλώνονται από την Αθήνα του σήμερα στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν και από το Τολέδο του Θεοτοκόπουλου στο Παρίσι μιας απροσδιόριστης εποχής. Κάποια διηγήματα εκκινούν από ιστορικά γεγονότα, άλλα είναι καθαρή μυθοπλασία και άλλα ταλαντεύονται μεταξύ των δύο. Αυτό που τα κάνει να διαφέρουν από άλλες συλλογές είναι αυτή η πολυπρισματικότητα, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στο ύφος. Κάθε διήγημα έχει και μια ξεχωριστή, συγκεκριμένη φωνή που θεωρώ ότι υπαγορεύεται από το ίδιο το πλαίσιο του. Ο αναγνώστης θα κληθεί έτσι να ακροπατήσει από ιστορία σε ιστορία, καθώς ο τρόπος, ο τόνος και ο ρυθμός της αφήγησης αλλάζουν από τη μία στην άλλη. Ελπίζω να βρει αυτήν την «άσκηση» ενδιαφέρουσα.
*Τι ενώνει τις 12 ιστορίες μεταξύ τους; Ποια κλωστή τα διαπερνά;
-Όπως δηλώνεται και στον υπότιτλο, όλες οι ιστορίες περιστρέφονται γύρω από το θέμα της απώλειας και το συνεπαγόμενο πένθος. Κάποιοι ήρωες χάνουν τη ζωή τους, άλλοι έχουν ήδη χάσει κάποιον αγαπημένο, κάποιοι χάνουν τα λογικά τους. Ο θάνατος και η απώλεια είναι παρόντα και στις δώδεκα ιστορίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτές είναι υποχρεωτικά νοσηρές ή μακάβριες. Οι περισσότεροι ήρωες συνειδητοποιούν ότι χάνοντας κάτι καταλήγουν να βρουν κάτι άλλο, πολυτιμότερο ή βαθύτερο. Πολλές φορές η λύτρωση έρχεται μέσα από κάτι τόσο ταπεινό όσο η συνειδητοποίηση και η αποδοχή του αναπόδραστου, αυτού που είναι πέρα από τις δυνάμεις μας.
*Πόσο επηρεάζει η επιστημονική σας ιδιότητα το γράψιμό σας; Κρύβεται κάπου χημεία ή βιολογία στα διηγήματά σας;
-Η ίδια η επιστήμη δεν κρύβεται πουθενά με την έννοια ότι ούτε οι ήρωές μου, ούτε τα σκηνικά των ιστοριών έχουν άμεση σχέση με τον επιστημονικό ή τον ακαδημαϊκό χώρο. Αυτό γίνεται μάλλον συνειδητά γιατί βλέπω τη διαδικασία της συγγραφής ως ένα καταφύγιο από την καθημερινότητά μου. Έτσι στα «Αόρατα Μέλη» βασανίζονται ή θριαμβεύουν ένας συγγραφέας, μια χορεύτρια, ένας μουγκός βοσκός από τα Άγραφα και το πτώμα του Σεργκέι Προκόφιεφ αλλά κανένας καθηγητής, ερευνητής ή επιστήμονας. Από την άλλη, ο τρόπος που οι ιστορίες συλλαμβάνονται, δομούνται και οργανώνονται δεν μπορεί να μην αντανακλά τον τρόπο σκέψης μου που, χωρίς να είναι ιδιαίτερος, σίγουρα έχει διαμορφωθεί από την ενασχόλησή μου με τις θετικές επιστήμες. Σκέφτομαι πολύ το υλικό αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσω αφηγηματικά στοιχεία όπως η προοικονομία και τα αρχέτυπα, η εναλλαγή των προσώπων κλπ. Υπάρχει πολύ περισσότερο διάβασμα, σβήσιμο και ξαναγράψιμο απ’ ό,τι γράψιμο «μια κι έξω». Μια μεθοδικότητα και μια προσοχή στη λεπτομέρεια, οι ρίζες των οποίων, πιθανότατα, να μπορούν να αναζητηθούν στις επιστημονικές μου καταβολές.
*Το βιβλίο σας είναι στα ευπώλητα της «Πολιτείας», πώς νιώθετε απ’ αυτή την ανταπόκριση του κοινού;
-Προφανώς με χαροποιεί όπως θα χαροποιούσε κάθε δημιουργό να δει ένα έργο του να βρίσκει ανταπόκριση. Από εκεί και πέρα, δεν θα είναι εστετισμός αν σας πω ότι πιο πολύ με ενδιαφέρει όχι πόσοι αλλά ποιοι θα διαβάσουν το βιβλίο. Βρίσκω τη συγγραφή ως μια ευκαιρία για επικοινωνία και αυτό που με ευχαριστεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι όταν κάποιος αναγνώστης μου στέλνει ένα μήνυμα ή με ταγκάρει στα κοινωνικά δίκτυα με αφορμή το βιβλίο κι εγώ συνειδητοποιώ ότι έχουμε κοινά ενδιαφέροντα, αγαπούμε τους ίδιους συγγραφείς, έχουμε παρόμοιες παραστάσεις, επιρροές κλπ. Μου αρέσει που το βιβλίο πηγαίνει καλά στις πωλήσεις, αλλά πιο πολύ με ενδιαφέρει να πέσει στα χέρια ανθρώπων που θα βρουν εκεί μέσα κάτι δικό τους, ακόμα κι αν αυτό γίνει στην τύχη, από δεύτερο χέρι ή δανεισμένο από έναν καλό φίλο.
*Εσάς, έναν συστηματικό αναγνώστη όπως έχετε δηλώσει, ποια «ανάγκη» σας οδήγησε στη συγγραφή;
-Δεν θα το έλεγα «ανάγκη». Όπως μου έχει πει και ένας καλός φίλος δεν βλέπει σε μένα ένα «διακεκαυμένο συγγραφέα». Βλέπω τη συγγραφή πιο πολύ ως μια διέξοδο, ένα καταφύγιο από μια καθημερινότητα που γίνεται συχνά αφόρητη. Προφανώς όμως η εξιστόρηση, η αφήγηση, το να λέω ιστορίες είναι κάτι που με ευχαριστεί πάρα πολύ. Έτσι ξεκίνησα να γράφω με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί ξεκινά να κλωτσά μια μπάλα. Αρχικά σαν παιχνίδι, στη συνέχεια κάπως πιο εντατικά, σαν άσκηση και τελικά σαν μια πιο μεθοδική ενασχόληση. Όπως ένα παιδί που παίζει μπάλα έχει τους ποδοσφαιρικούς του ήρωες, έτσι κι εγώ έχω τους δικούς μου λογοτεχνικούς, εμπνέομαι από το ύφος και τη δουλειά τους και ελπίζω ότι διαμορφώνω σιγά-σιγά κάτι που μπορεί να θεωρηθεί δικό μου.
*Η πορεία σας ως συγγραφέα ξεκίνησε από τη Λάρισα και την «Ελευθερία» σε διαγωνισμό της οποίας βραβευτήκατε. Ηταν ένα εφαλτήριο να ασχοληθείτε πιο ενεργά με τη συγγραφή;
-Πράγματι το διήγημα που ανοίγει τη συλλογή, «Ο άνθρωπος στο παγκάκι» που είναι και το πρώτο που έγραψα, βραβεύτηκε, σε μια κάπως διαφορετική εκδοχή του, από την «Ελευθερία» σε έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό διηγήματος το μακρινό 2012. Για μένα ήταν ένα σημαντικό γεγονός σε συμβολικό, αλλά και ουσιαστικό επίπεδο. Εκείνη την εποχή είχα ήδη γράψει αρκετά κείμενα, όμως ως τότε τα έστελνα μόνο σε φίλους. Ήταν η πρώτη φορά που έβρισκα το θάρρος να εκθέσω κάποιο από αυτά σε ένα πιο ανοιχτό κοινό. Το ότι αναγνωρίστηκε από ανθρώπους με ένα εξακριβώμενο λογοτεχνικό κριτήριο, τους οποίους δεν είχα γνωρίσει ποτέ, ήταν μια μεγάλη ώθηση, μια επιβεβαίωση ότι υπήρχε κάτι που άξιζε να δουλευτεί παραπέρα. Γράφουμε πρώτα από όλα για εμάς τους ίδιους, μετά για τους κοντινούς μας ανθρώπους, αλλά μόνο όταν κάποιος τρίτος αναγνωρίσει κάτι αξιόλογο στα κείμενά μας, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάτι που αξίζει να κάνουμε πιο συστηματικά.