«Όταν ο Στέφανος με τη Βασιλική γνωρίστηκαν και αποφάσισαν να μοιραστούν τη ζωή τους, είχαν στο μυαλό τους να κάνουν μια μεγάλη και ευτυχισμένη οικογένεια. Όταν απέκτησαν λοιπόν τα πρώτα τρία παιδιά, καλωσόρισαν την ιδέα του τέταρτου με την ίδια άνεση. Και ύστερα του πέμπτου, του έκτου, του έβδομου... Ούτε που κατάλαβαν πώς απέκτησαν οκτώ παιδιά! Είμαι το τελευταίο από τα 8 παιδιά και μεγαλώσαμε στην περιοχή του Σταθμού. Εκεί στην αλάνα, δίπλα από το Στρατιωτικό και Πολιτικό Κοιμητήριο. Εκεί παίζαμε με όλα τα παιδιά της γειτονιάς» θα πει καταρχάς ο Αποστόλης Μακρής.
Συνεχίζοντας θα εξηγήσει το πώς και γιατί ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, λέει λοιπόν ο Λαρισαίος ζωγράφος «Από μικρός έδειξα μεγάλο ενδιαφέρον στη ζωγραφική. Τα χαρτιά εκείνη την εποχή ήταν δυσεύρετα. Οπότε χρησιμοποιούσα ό,τι τετράδιο δεν χρειαζόταν τα αδέρφια μου. Αλλά η μεγαλύτερη «πηγή» ήταν τα άδεια πακέτα από τσιγάρα που έβρισκα στον δρόμο.
Έβγαζα το ενδιάμεσο χαρτί και ζωγράφιζα πάνω σε αυτό. Θυμάμαι τις περισσότερες μάρκες επειδή τις έχω ζωγραφίσει... Κι αν έχω ζωγραφίσει τις φιγούρες από τα τσιγάρα «Sante», «Ματσάγκος», «Έθνος», «Ρόδος» και ό,τι άλλο είχε περιτύλιγμα χαρτιού. Αργότερα, στο σχολείο, είχα «ζωντανά μοντέλα» τους συμμαθητές μου». Εκεί «διδαχθήκατε» και τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής, η επισήμανση της «Ε», για να απαντήσει λέγοντας ότι «εκεί πλέον κατάλαβα ότι η ζωγραφική με ευχαριστεί περισσότερο και πρέπει να εξελίξω τις δυνατότητές μου. Τα πρώτα μου μαθήματα για τη Σχολή Καλών Τεχνών, τα έκανα εκεί, στη γειτονιά μου.
Στο Κοιμητήριο. Ένας οικείος τόπος για μένα, γιατί εκεί, μέσα στο Κοιμητήριο, στην εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών, εκκλησιαζόμασταν κάθε Κυριακή από μικρά παιδιά. Επίσης εκεί αναπαύονταν και αγαπημένα μου πρόσωπα.
Σε αυτήν, την «κοινωνία της σιωπής» λοιπόν, έβρισκα τη γαλήνη και την ηρεμία, ζωγραφίζοντας τις εκπληκτικές προτομές στα μνήματα, από σπουδαίους και πολλές φορές άγνωστους γλύπτες και ήταν για μένα μια μεγάλη ευκαιρία να εξασκηθώ. Εκείνη την εποχή είχα ζωγραφίσει όχι μόνο όλες τις προτομές του Κοιμητηρίου, αλλά και τα διάφορα καλλιτεχνήματα - σκαλίσματα που υπήρχαν στα μάρμαρα». Και ο Παντοκράτορας πώς προέκυψε, η ερώτηση. «Σταθείτε, μη βιάζεστε» η χαμογελαστή παρατήρηση από τον ζωγράφο, που ακολουθούσε τον δικό του ρυθμό στην αφήγηση «Τα χρόνια περνούσαν και η ενασχόλησή μου με τη ζωγραφική γίνεται πλέον τρόπος ζωής. Κατά την εφηβεία, η διαδρομή με τους φίλους μας, για το κέντρο της πόλης για διασκέδαση, περνούσε μπροστά από την είσοδο των κοιμητηρίων. Παρατήρησα ότι στον μικρό τρούλο της εισόδου του Στρατιωτικού Κοιμητηρίου υπήρχε μια ζωγραφιά που απεικόνιζε έναν ουρανό. Με τα χρόνια είχαν προστεθεί αστεράκια, αργότερα προστέθηκαν και μερικά ακόμα. Το μυαλό μου είχε κολλήσει σε αυτήν την είσοδο και πίστευα ότι μπορούσα να κάνω κάτι. Για πολλά χρόνια, άλλαζα πεζοδρόμιο για να περάσω μπροστά από την είσοδο και κάθε μέρα ωρίμαζε η ιδέα για αυτό. Διαπίστωσα ότι για περισσότερα από 60 χρόνια δεν υπήρχε κάτι μόνιμο. Οπότε θεώρησα υποχρέωσή μου, κάτι σαν δέηση για τους νεκρούς ήρωές μας, να φιλοτεχνήσω την εικόνα του Παντοκράτορα στον μικρό τρούλο της εισόδου του Κοιμητηρίου. Η διαδικασία για τα υπόλοιπα ήταν εύκολη» θα πει χαμογελώντας ο κ. Μακρής.
Κλείνοντας δε αναφέρεται στα ευήκοα ώτα που συνάντησε από την πλευρά της στρατιωτικής διοίκησης που του επέτρεψε να πραγματοποιήσει το έργο: «Τα «ευήκοα ώτα» που συνάντησα σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας, να εκπληρώσω το νεανικό μου όνειρο, γίνεται πλέον πραγματικότητα. Πολύ σύντομα, ολοκληρώθηκε η εικόνα του Παντοκράτορα στον τρούλο της εισόδου του Στρατιωτικού Κοιμητηρίου της πόλης μας. Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς, την ηγεσία και τα στελέχη του στρατεύματος, που δέχτηκαν να φιλοτεχνήσω τον τρούλο της εισόδου του Κοιμητηρίου, εκπληρώνοντας έτσι αυτό που από τα νεανικά μου χρόνια σκεφτόμουν και ταυτόχρονα να αποτίσω έναν ελάχιστο φόρο τιμής στους νεκρούς ήρωές μας» θα πει κλείνοντας ο Αποστόλης Μακρής.