λέξεις και στίχους να σχηματοποιηθεί ως έργο πρώιμης λογοτεχνίας, ενός ανθρώπου που περιπλανιόταν σε ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις, άστοχους έρωτες και αντιθέσεις, σαν αυτές που χαρακτηρίζουν όσους ψάχνουν να βρούνε μια εξελικτική εξωτερική πορεία ζωής, η οποία τελικά να οδηγεί βαθύτερα μέσα τους. Κάθε φορά, σε στιγμές αναπόλησης, τα απελευθέρωνα στο φως και τα μελετούσα, σαν ιδιαίτερο μάθημα αυτογνωσίας, αλλά έβλεπα τα άχρωμα σπάργανά τους, άκουγα τις άηχες κραυγές τους και τα επέστρεφα εκεί που πίστευα ότι έπρεπε να παραμείνουν, στην κρυφή γωνιά τους», αναφέρει ο ποιητής στο εισαγωγικό σημείωμα.
Αναφερόμενος στον λόγο που αποφάσισε αυτήν την περίοδο να εκδώσει τα παλαιότερα ποιήματά του, ο Φώτης Κουτσαμπάρης εξηγεί: «Αισθανόμενος ότι δεν πρέπει να αφήνω ένα κομμάτι της πένας μου, να μουλιάζει στην υγρασία της παραμέλησης, άνοιξα για άλλη μια φορά το συρτάρι και, αυτήν τη φορά, τα απελευθέρωσα. Έτσι, ξεδίπλωσαν τις φτερούγες τους για να ταξιδέψουν... Τα παλιά εφηβικά και νεανικά ποιήματά μου...».
Ο Φώτης Κουτσαμπάρης άρχισε να γράφει ποιήματα σε ηλικία 16 ετών και το 1983 συγκέντρωσε τα πρωτόλειά του χειρόγραφα στη συλλογή «Το λογικό ενός τρελού». Το 1984 κυκλοφόρησε από τον ίδιο στη Βέροια η ποιητική συλλογή «Ξέχειλη Καρδιά» και το 1986 η συλλογή «Προσοχή Εύθραυστον». Στο ανέκδοτο έργο του, εκείνης της περιόδου, περιλαμβάνεται η συλλογή «Σφεντόνα». Το 1985 πήρε μέρος σε ποιητικό διαγωνισμό της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» με τη συλλογή «Στην πλάνη των εικόνων». Το 2009 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μαλλιάρης - Παιδεία το βιβλίο του «Λοξές ματιές», που περιλαμβάνει εποχικά λογοτεχνήματα, ενώ προς έκδοση είναι το δεύτερο μέρος αυτών των λογοτεχνημάτων, που θα τιτλοφορείται «Λοξές ματιές ΙΙ».