Στη Λάρισα έγινε κάτι μοναδικό. Είναι ελάχιστα τα περιοδικά στην Ελλάδα -στην επαρχία σχεδόν καθόλου- που πιάνουν τέτοια νούμερα: 80 τόμοι, 27.150 σελίδες. α) Ιστορικά-αρχαιολογικά θέματα: 1.351. β) Μεταφράσεις ιστορικών-αρχαιολογικών: 237. γ) Λαογραφικά θέματα: 191. δ) Ονοματολογικά θέματα: 119. ε) Διάφορα θέματα: 72. Σύνολο: 1.970. Τις περισσότερες δημοσιεύσεις έχει ο ίδιος ο κ. Κ. Σπανός: 249 μελέτες [και πάνω από 900 άλλες σε πρακτικά συνεδρίων (68), ανακοινώσεις (174), σε περιοδικά και εφημερίδες (670), αλλά και 16 βιβλία, τα περισσότερα ως παράρτημα του περιοδικού]. Τον ακολουθεί ο κ. Β. Σπανός [60 μελέτες, συμμετοχή σε 37 συνέδρια, και άλλες 51 δημοσιεύσεις]. Κοινό χαρακτηριστικό, όλων: είναι βασισμένα σε ανέκδοτο αρχειακό υλικό!
Έχει δοθεί στην τοπική κοινωνία και κατ’ επέκταση στην ελληνική και διεθνή επιστημονική κοινότητα ένα τεράστιο υλικό, από την αρχαία, βυζαντινή και νεότερη Θεσσαλία. Γι’ αυτό υπάρχει σε μεγάλες βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Αν δει κανείς το σκηνικό που υπήρχε στην επαρχία, όπως τη δική μας πριν από 40 χρόνια, θα κατανοήσει γιατί αναπτύχθηκε ένα περιοδικό συγκεκριμένης ιστορικής ύλης. Πριν από το ΘΗΜ υπήρχαν μερικά λαρισαϊκά περιοδικά, αλλά ήταν κυρίως λογοτεχνικά. Καθαρά ιστορικό ήταν στην Αθήνα τα «Θεσσαλικά Χρονικά», αλλά μετά το 1984 δεν είχε συνέχεια. Το ΘΗΜ έκανε την αλλαγή πορείας. Η γενιά του κ. Κώστα Σπανού, η πρώτη μεταπολεμική είχε καημό με την Ιστορία. Αφενός όση ήταν γνωστή ήταν στρατευμένη, άρα ανεπαρκής για περισσότερες απαιτήσεις, από το επιστημονικό πεδίο μέχρι τη συλλογική αυτογνωσία, αφετέρου στην επαρχία έφταναν αργά τα νέα στον χώρο της τοπικής Ιστορίας, στον βαθμό που υπήρχαν νέα. H θεσσαλική ιστορία ήταν terra incognita, κάτι αμελητέο, απρόσιτο ακόμη και στους μαθητές, να μάθουν ποιος είναι ο κόσμος που ζουν και τους περιβάλλει. Οι ακαδημαϊκοί ερευνητές, περιορισμένοι σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αδυνατούσαν να γνωρίζουν τι συμβαίνει σε τοπικό επίπεδο. Ας μην πάμε παραπέρα σε άλλες μορφές μιας πιο σύγχρονης Ιστορίας ή ακόμα εκεί που συναντά το μεγάλο ρεύμα της ανθρωπογνωσίας. Ανέλαβαν λοιπόν δράση μερικοί φιλότιμοι φιλίστορες, κι ο κ. Κ. Σπανός μπροστά, ο οποίος εκτός από ερευνητής, με ενδιαφέρον να δημοσιεύει πηγές, συστηματοποίησε την εκδοτική προσπάθεια που θέλει ειδικές ικανότητες, να πετυχαίνει απόσβεση δαπανών, διότι αλλιώς θα σταματήσει να συνεργάζεται με τόσο διαφορετικό κόσμο, τοπικούς και άλλους επιστήμονες, να ανανεώνει το ενδιαφέρον των «πελατών». Έτσι, εκτός από τη δική του επιστημονική δουλειά, έδωσε το βήμα σε όλους σχεδόν τους νέους ερευνητές να δημοσιεύσουν δικές τους προσπάθειες. Όποιος έχει βιώσει το κενό, μπορεί να κατανοήσει την ανάγκη για δημιουργικότητα της γενιάς του, όλων ημών των επαρχιωτών, που ήθελε την ισοτιμία στη γνώση. Τέτοιο έργο στην Ελλάδα μόνο μια ομάδα θα μπορούσε να το κάνει, μόνον αν ήταν εξασφαλισμένη η ομόνοια μεταξύ ενδιαφερομένων. Δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι συντονίζονται σε τέτοιες προσπάθειες για μια πιο συστηματική προώθηση της μελέτης της τοπικής Ιστορίας. Είναι ένας χώρος όπου εκδηλώνονται τάσεις άνωθεν χειραγώγησης, προσωπικής προβολής. Εδώ όμως συνέβη κάτι άλλο: μιλά η δημιουργικότητα ατόμων, αλλά και φίλων.
Όλα έγιναν χωρίς καμία χρηματοδότηση, αλλά από προσωπική πρωτοβουλία, άλλος θα την έλεγε «ιδιωτική». Λίγο πολύ γνωρίζουμε όσοι βλέπαμε τόσα χρόνια τον κ. Σπανό να αγωνίζεται, χωρίς υπερβολή με νύχια και με δόντια, να κρατά τα ηνία, να ανακεφαλαιώνει τα πενιχρά έσοδα, προωθώντας τα νέα τεύχη ακόμη και από χέρι σε χέρι. Σήμερα πολλοί Λαρισαίοι το κατέχουν και αξίζει να διατηρούν την πλήρη σειρά για να το μεταβιβάσουν στην επόμενη γενιά. Ο πλούτος των πληροφοριών είναι τρομακτικός. Αξεπέραστο έργο, πάνω στο οποίο μπορούν να στηρίζονται τεκμηριωμένα και εσαεί ερευνητές επί του θεσσαλικού χώρου.
Ο κ. Κ. Σπανός όλα αυτά τα χρόνια με τη συμπαράσταση της οικογενείας του, που πολύ νέος δημιούργησε, της συζύγου του κ. Κυβέλης και των υιών του, πέτυχε κάτι πολύ δύσκολο στην Ελλάδα, συνεχίζει μέχρι σήμερα απτόητος κι έχει ακόμη μέλλον.
Ευχόμαστε να τα εκατοστίσει, και το περιοδικό σε αριθμό τόμων, όπως και τα δικά του έτη. Που ερμηνεύεται, αν θέλει ο Θεός, με δύο νέους τόμους κάθε χρόνο ραντεβού σε δέκα χρόνια.
Γράφει ο Σταύρος Γουλούλης