-και για τα Όσκαρ- βιογραφικό δράμα «Μπέλφαστ» του Κένεθ Μπράνα, το πολιτικό θρίλερ «Αζόρ: Ο Κώδικας του Τραπεζίτη» του Ελβετού Αντρέας Φοντάνα και το ελληνικό ντοκιμαντέρ «Χρυσή Αυγή: Υπόθεση όλων μας» της Αντζελίκ Κουρούνη.
* «Μπέλφαστ» (Belfast). Βιογραφικό δράμα, βρετανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Κένεθ Μπράνα, με τους Τζουντ Χιλ, Κατριόνα Μπαλφ, Τζούντι Ντεντς, Τζέιμι Ντόρναν, Σιέραν Χιντς, Κόλιν Μόργκαν κ.ά.
Από τις ταινίες που διαφημίζονται ως φαβορί για τα Όσκαρ από τις μέχρι τώρα εντυπώσεις που προκάλεσε όπου προβλήθηκε, αλλά κυρίως μετά και το βραβείο κοινού που κέρδισε στο Φεστιβάλ του Τορόντο, μια διάκριση που θεωρείται σχεδόν σαν διαβατήριο για τις υποψηφιότητες από την Ακαδημία Κινηματογράφου. Και δεν θα ‘ναι καθόλου περίεργο, καθώς η βιογραφική ταινία τού Κένεθ Μπράνα και καλογυρισμένη είναι και ενδιαφέρον έχει και αξιοπρόσεκτες ερμηνείες διαθέτει και δεν ενοχλεί, αφού κινείται εντός του πολιτικά ορθού, του εξωραϊσμού μίας πολυτάραχης περιόδου.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης και ηθοποιός, που θεωρήθηκε από νωρίς ως ο διάδοχος του Λόρενς Ολιβιέ, αλλά σύντομα προσγειώθηκε στα δικά του, πράγματι αξιόλογα, κυβικά, επιλέγει να μιλήσει για εκείνη την ταραγμένη περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, στη Βόρεια Ιρλανδία, απ’ όπου κατάγεται, μέσα από τα αθώα μάτια ενός μικρού αγοριού (τα δικά του βιώματα), τον μοναχογιό μιας φτωχής οικογένειας προτεσταντών στο Μπέλφαστ, που δεν θέλησε να ενταχθεί στις φανατικές ομάδες ενάντια στους καθολικούς. Με δυο λόγια, ένα φιλμ που έχει το ενδιαφέρον του, έχει όλα τα συστατικά για τα Όσκαρ, αλλά του λείπει το πάθος και κυρίως η διάθεση να μπει στην ουσία τού προβλήματος στην Ιρλανδία, να κοιτάξει κατάματα την ιστορία, ακόμη και από την πλευρά των προτεσταντών. Ιδανικός ο μπόμπιρας Τζουντ Χιλ στον ρόλο του μικρού Κένεθ Μπράνα, γοητευτικότατη η Κατριόνα Μπαλφ στον ρόλο της εύθραυστης, μοναχικής αλλά και θαρραλέας μητέρας, σοβαρός ο Τζέιμι Ντόρναν που υποδύεται τον πατέρα, που λείπει συνεχώς για δουλειές, ενώ εξαιρετικές είναι οι εμφανίσεις του παππού και της γιαγιάς, Σίεραν Χιντς και Τζούντι Ντετς, αντίστοιχα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Η ιστορία ενός μικρού παιδιού στο νότιο Μπέλφαστ στα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Η ανέμελη εποχή για τον 9χρονο φαίνεται ότι θα διακοπεί απότομα, καθώς η κοινότητα που ανήκει και ζει αρμονικά, παρά τα προβλήματα της καθημερινότητας, θα διαταραχτεί από συγκρούσεις σε όλη την πόλη, με τη θρησκεία να πυροδοτεί το μίσος. Καθολικοί εναντίον Προτεσταντών. Οι γονείς του, ένα παθιασμένο ζευγάρι της εργατικής τάξης, με οικονομικές δυσκολίες, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα και ο πατέρας αναγκάζεται να δουλέψει στην Αγγλία. Όταν το μίσος θα τους χτυπήσει την πόρτα, ο μικρός θα πρέπει να ενηλικιωθεί απότομα, ενώ οι γονείς του θα πρέπει να λάβουν δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον της οικογένειας...
* «Αζόρ: Ο Κώδικας του Τραπεζίτη» («Azor»). Δραματικό πολιτικό θρίλερ, ελβετικής και αργεντινής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Αντρέας Φοντάνα, με τους Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε, Στεφανί Κλεό, Κάρμεν Ιριόντο, Χουάν Τρεντς, Ιγκνάσιο Βίλα, Πάμπλο Τόρε, Έλι Μεδέιρος κ.ά.
Αρκούντως ενδιαφέρουσα και άλλο τόσο περίεργη ταινία, που μπορεί να μας συστήνεται ως πολιτικό θρίλερ, αλλά μοιάζει περισσότερο με δραματικό ψυχογράφημα. Και αυτό γιατί το στόρι της ταινίας, του πρωτοεμφανιζόμενου Ελβετού σκηνοθέτη Αντρέας Φοντάνα, μπορεί να μας μεταφέρει στην Αργεντινή του 1980 και του δικτάτορα Βιντέλα, αλλά εστιάζει σαφώς στους ιδιωτικούς τραπεζίτες και τις συναλλαγές τους με την υψηλή κοινωνία του Μπουένος Άιρες. Αν εξαιρεθεί μία σκηνή στην έναρξη της ταινίας, με δύο πάνοπλους στρατιώτες να ελέγχουν δυο νεαρούς σε κάποιο κεντρικό δρόμο και το αποκαλυπτικό φινάλε (όχι τόσο για τους χουντικούς όσο για τη χαμένη ψυχή του τραπεζίτη) το πολιτικό απουσιάζει.
Το σενάριο θέλει έναν Ελβετό, γόνο τραπεζιτών και τη γυναίκα του να επισκέπτεται το Μπουένος Άιρες, μετά την αιφνίδια εξαφάνιση ενός συνεργάτη του, που είναι ιδιαίτερα αγαπητός στους κύκλους της αριστοκρατίας, αναζητά επενδυτές για την τράπεζά του, ανταγωνιζόμενος έναν άλλον τραπεζίτη, εκπρόσωπο μεγάλης τράπεζας, αλλά και του άφαντου συνεργάτη του. Ο Φοντάνα, προσηλωμένος αυστηρά στις σχέσεις τού τραπεζίτη με τους υποψήφιους επενδυτές, τοποθετεί την πλοκή πίσω από κλειστές πόρτες, σε δωμάτια πολυτελών ξενοδοχείων, κήπους επαύλεων, υποφωτισμένα μπαρ, στις συζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις του τραπεζίτη με τους εκπροσώπους του πλούτου, πολλές φορές κόντρα στην απαραίτητη οικονομία της ταινίας και ορισμένες στιγμές κουράζοντας τον θεατή, που περιμένει να δει μία σημαντική εξέλιξη, μία ανατροπή. Κάτι που θα έρθει στο τέλος, καθώς ο συνεσταλμένος και χειραγωγούμενος από τη σύζυγό του τραπεζίτης, θα αποκαλύψει τον πραγματικό εαυτό του και συνάμα θα φανερώσει την αχρεία ύπαρξη των ανθρώπων που έκαναν τις βρομοδουλειές για τη Χούντα. Μετρημένη και ως έναν βαθμό συγκρατημένη η ερμηνεία του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, του εσωστρεφούς Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε και της γοητευτικής, απόμακρα, παγερής Στεφανί Κλεό.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Στην υπό δικτατορία Αργεντινή του 1980, ένας Ελβετός τραπεζικός εξαφανίζεται κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Όταν ο αντικαταστάτης του αναλαμβάνει να διερευνήσει ο ίδιος την υπόθεση, βυθίζεται σε ένα μυστήριο που εκτυλίσσεται πίσω από τις βαριές πόρτες μεγαλοαστικών γραφείων και τους πυκνούς κήπους των νεόπλουτων ευνοούμενων του καθεστώτος.
* «Χρυσή Αυγή: Υπόθεση όλων μας». Ντοκιμαντέρ, ελληνικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Ανζελίκ Κουρούνη. Πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία της πολυσυζητημένης και πολυβραβευμένης ταινίας «Χρυσή Αυγή, προσωπική υπόθεση», η Αντζελίκ Κουρούνη επιστρέφει με το ντοκιμαντέρ «Χρυσή Αυγή. Υπόθεση όλων μας», ολοκληρώνοντας την πολυετή έρευνά της και υπενθυμίζοντας, σε μια κοινωνία που διακρίνεται για την κοντή της μνήμη, όλα αυτά που έκαναν το ναζιστικό μόρφωμα τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη, αλλά και τις καθοριστικές στιγμές της ιστορικής, πλέον, δίκης που αποφάσισε ότι πρόκειται για εγκληματική οργάνωση. Η σκηνοθέτρια μεθοδικά, αν και συμβατικά, καταγράφει την ιστορία και την εσωτερική λειτουργία της «Χρυσής Αυγής» και θέτει ερωτήματα σε ευρωβουλευτές στις Βρυξέλλες, πολιτικούς αναλυτές, υπουργούς και αντιφασίστες ακτιβιστές για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Σίγουρα, ένα χρήσιμο ντοκιμαντέρ, που η παρακολούθησή του θα γεμίσει ενοχές όλους αυτούς που έκλειναν τα μάτια στον φασισμό κι εκείνους που χρησιμοποίησαν την εγκληματική οργάνωση για πολιτικές επιδιώξεις και συμφέροντα.