Στη συνέχεια η αφήγηση «επιστρέφει» στην οικογένεια Μπαλτατζή της Σμύρνης που φτάνει στον ξεριζωμό της καταστροφής του 1922. Η σχέση –και (στ)η(ν) αλληλουχία– μεταξύ ατομικού και συλλογικού (συν)τίθεται σε ένα εξαίσιο ψηφιδωτό που αγγίζει κάθε (συν)αίσθηση προσεγγίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις με «ίσες αποστάσεις» που καθιστούν τον θεατή συμμέτοχο στην ιστορία και ενεργό παρατηρητή της ταυτόχρονα με καταλυτικό ρυθμό εκπληκτικού μέτρου.
Σε αυτήν την εύφορη μέθεξη, με δομικά οργανικό στοιχείο στην αρμονία της ταινίας και τη φωτογραφία (της καρδιάς) της μνήμης από τον Σίμο Σαρκετζή (όπως και το μοντάζ του Λάμπη Χαραλαμπίδη) ο Καραντινάκης σφίγγει και ανοίγει το κάδρο (στον παλμό) του με λεπταίσθητη διάκριση σοφής συνύφανσης ενός αραβουργήματος δίνοντας στα (καταιγιστικά) γεγονότα τον χρόνο (της στιγμής) τους, τα οποία ο θεατής (παρ)ακολουθεί όπως κλιμακώνονται εξελικτικά.
Από την άρτια διανομή εστιάζω καταρχάς στις μεγάλες ερμηνείες που προσφέρουν ο Λεωνίδας Κακούρης ως Δημήτρης Μπαλτατζής στις διακυμάνσεις του συστήματος αξιών του, η συνταρακτική Ταμίλλα Κουλίεβα ως Τακουή που (επι)βίωσε (μετά) τη σφαγή των Αρμενίων, ο έξοχος Χρήστος Στέργιογλου (Στεργιάδης) και (σε ξεχωριστή μνεία) ο Θοδωρής Κατσαφάδος ως Χρυσόστομος Σμύρνης. Μαζί τους επίσης συγκλονιστικές η Αναστασία Παντούση (Λευκοθέα) και η Κατερίνα Γερονικολού ως ψυχοκόρη με το φορτίο της ορφάνιας, όπως και (μεταξύ άλλων) σε ισοδύναμο σύνολο στιβαρών ερμηνειών οι: Burak Hakki (Χαλίλ), Κρατερός Κατσούλης (Σπύρος), Ντίνα Μιχαηλίδου (Ευθαλία), Οzdemir Ciftcioglu (Οσμάν), Rupert Graves (Χόρτον), Γιάννης Εγγλέζος (Βασίλης), Ανδρέας Νάτσιος (Κλιμάνογλου) και Γιάννης Βογιατζής (Πολύκαρπος). Η ταινία τελειώνει (από) εκεί που άρχισε: στη Μυτιλήνη της προσφυγιάς. Και ως ανθρωποκεντρικός ποιητής (αντάξιος ενός David Lean) ο Γρηγόρης Καραντινάκης συνθέτει γενναιόδωρα το έπος του (και) με πολύτιμες συγχορδίες ανθολογίας, όπως (σημειώνω ενδεικτικά) την ενόραση της Τακουή βλέποντας πάνω από ένα τραπέζι την ερημιά του πλήθους, την ιερότητα της αλήθειας στις αποσκευές που βουλιάζουν με(τά) τις στάχτες της ζωής και ένα κοριτσάκι με την ελληνική σημαία στην έρημη προκυμαία μετά τη βροχή. Ένα αριστούργημα που μπορεί κάλλιστα να είναι και η πρώτη ελληνική ταινία (και) με Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας, ηθοποιός