Πλούσια σε πολιτισμική παράδοση η περιοχή της Λάρισας, διατηρεί στο πέρασμα των αιώνων σημαντικά λαογραφικά στοιχεία του πρόσφατου ή και του πιο μακρινού παρελθόντος. Τα ήθη και τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς δε, καθώς και οι εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού την ημέρα αυτή, συνδέονται κυρίως με την ευετηρία, την καλοχρονιά. Η διευθύντρια του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας και λαογράφος κ. Φανή Καλοκαιρινού παραθέτει σήμερα στην «Ε» μερικά μόνο από τα πιο γνωστά έθιμα της ημέρας αυτής.
Πρωτοχρονιά
Την Πρωτοχρονιά είναι κυρίαρχη η αντίληψη της νουμηνίας, ότι δηλαδή κάθε τι που γίνεται στην αρχή μιας περιόδου γίνεται σε όλη τη διάρκειά της. Πιο συγκεκριμένα, στην περιοχή Αργιθέας των θεσσαλικών Αγράφων εξετάζουν τον καλό ή άσχημο καιρό της Πρωτοχρονιάς, καθώς πιστεύουν πως ο καιρός αυτός θα επικρατούσε για τις επόμενες 40 μέρες. Στα Κανάλια της Καρδίτσας προσέχουν να μην κλάψουν, να μη θυμώσουν, να μη μαλώσουν, γιατί αυτό θα συμβαίνει όλη τη χρονιά. Επίσης δεν δανείζουν τη μέρα αυτή αντικείμενα του σπιτιού, γιατί είναι σαν να διώχνουν το γούρι από το σπίτι τους και θα τους συμβαίνει όλο τον χρόνο.
Το κέρασμα της βρύσης-Το αμίλητο νερό
Στην περιοχή της Θεσσαλίας οι Καραγκούνες κυρίως πήγαιναν στη βρύση και την άλειφαν με λίπα, έριχναν νομίσματα, καλαμπόκι και στάρι και εύχονταν: «όπως τρέχει το νερό, έτσι να τρέχουν και τα καλά στο σπίτι, έτσι να τρέχει και το βιος».
Η βασιλόπιτα
Tο έθιμο της βασιλόπιτας υπάρχει σε όλο τον ελληνικό χώρο. Οι εορταστικοί άρτοι (ευετηριακή προσφορά) γίνονταν κατά τις αρχαίες ελληνικές γιορτές, όπως και τα μειλίγματα, οι εξευμενιστικές προσφορές, προς τους νεκρούς και τα επίφοβα πνεύματα.
Το κόψιμο της πίτας γίνεται για την καλοχρονιά, για την καλοτυχία και για την ευλογία του Αγίου Βασιλείου.
Η βασιλόπιτα στη Θεσσαλία είναι τυρόπιτα ή κρεατόπιτα με φύλλα, ενώ στους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία γλύκισμα ή γλυκό ψωμί ζυμωμένο με διάφορα μυρωδικά. Οι Σαρακατσάνοι σε κάποιες περιπτώσεις έφτιαχναν την πίτα το πρωί της παραμονής ανακατεύοντας μέσα στο ζυμάρι γάλα, βούτυρο και μέλι ή ζάχαρη για να πάει καλά η χρονιά. Στη Θεσσαλία η βασιλόπιτα με το φύλλο αποτελούσε το κυρίως φαγητό της οικογένειας στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Μέσα στη βασιλόπιτα έβαζαν ένα κέρμα και άλλα «σημάδια», όπως κλήμα, τριφύλλι, καλαμπόκι, σιτάρι, φασόλι και άχυρο, σύμβολα της κύριας ασχολίας των μελών της οικογένειας.
Το νόμισμα αυτό που βρίσκεται από τον τυχερό εκτός από τη μαντική σκοπιμότητά του έχει και μαγική, ακόμη και θρησκευτική. Το ασημένιο ή χρυσό και γενικά στιλπνό χρώμα του είναι αντιβασκάνιο. Η δύναμή του από το ψωμί, που μαζί του ζυμώθηκε και ψήθηκε, είναι γονιμική για τα κτήματα του σπιτιού. Ο σταυρός του, αν είναι κωνσταντινάτο, είναι θεϊκή προστασία, γι’ αυτό και το φυλάνε κοντά στις εικόνες. Το πιο σπουδαίο είναι πως φέρνει καλή τύχη σε όποιον το κερδίζει και το έχει πάνω του.
Παρόμοιο ρόλο έχουν και τα γεωργικά και ποιμενικά σύμβολα που βάζουν μέσα στην πίτα, αλλά και όλη η πίτα που φέρνει ευλογία και καλοτυχία. Με τα κομμάτια που ονοματίζονται για τον Χριστό, την Παναγία και τον Άγιο Βασίλη, η πίτα θεωρείται αγιασμένη. Από τη βασιλόπιτα ταΐζουν τα ζώα τους για να είναι γερά και αποδοτικά, ενώ οι γεωργοί τη ρίχνουν στα χωράφια τους για να καρπίσουν. Σε κάποιες περιοχές οι ανύπαντρες γυναίκες βάζουν κάτω από το μαξιλάρι τους κομμάτι από τη βασιλόπιτα για να ονειρευτούν τον γαμπρό.
Το κόψιμο της πίτας αποτελεί τελετουργική διαδικασία για την οικογένεια. Στο αστικό πλαίσιο του 20ού αιώνα η πίτα είναι γλύκισμα.
Τα Ρουγκατσάρια
Ένα σημαντικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς ήταν τα ρουγκατσάρια (στα θεσσαλικά λιουγκατσάρια), που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και από χωριό σε χωριό χορεύοντας και τραγουδώντας τον Αϊ-Βασίλη και άλλα ευχετικά και επαινετικά τραγούδια. Με τα ρογκατσάρια δε γινόταν, παρά μια αναπαράσταση και ένας συμβολισμός του θανάτου και της ζωής, της Ανάστασης και του ξυπνήματος της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη, το διώξιμο του παλιού απ’ τον καινούργιο χρόνο.
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς
Ο καλαντάρης στον παραδοσιακό πολιτισμό έπρεπε να είχε έμφυτο το στοιχείο του αυθορμητισμού, του αυτοσχεδιασμού, της τυχοπλοκίας και της μουσικότητας. Αυτά τον καθιστουσαν ξεχωριστό απέναντι στους άλλους, αλλά και επιθυμητό, ώστε να ανοίξει κανείς το σπίτι του και να ακούσει τα κάλαντα. Στην πατρίδα μας τα κάλαντα, τα τραγούδια του «αγερμού» άνθισαν την ίδια εποχή, που άρχισε να ανθεί και το δημοτικό τραγούδι.
Στην Κρανιά Ελασσόνος τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα τα τραγουδούσαν τα μπαμπαλιούρια χορεύοντας ενώ στη συνέχεια ο χορός διαλύονταν και ανά ομάδες πήγαιναν τιμητικά πρώτα στον παπά τραγουδώντας ειδικά κάλαντα, και μετά σε σπίτια με παραλλαγές στα κάλαντα για τον ευκατάστατο, την αρραβωνιασμένη, το νιόπαντρο ζευγάρι κ.ο.κ. Οι πρόσφυγες από Ανατολική Ρωμυλία ονομάζουν την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς Σούρβα. Στο Λιβάδι Ελασσόνας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά τραγουδούν τα αγιοβασιλιάτικα κάλαντα φωνάζοντας «Σούρβασο»
Στη Ραψάνη τα αγόρια έβγαιναν για τα λεγόμενα «Σούρβα» την προπαραμονή του νέου έτους και τραγουδούσαν από σπίτι σε σπίτι: «Σούρβα-σούρβα και Αι-Βασίλης, Θειά δω(ς) μ’πεσκέσια!
Στον Αμπελώνα Λάρισας τα αγόρια μόνο ζώνονταν με βαριά κουδούνια, φοβερίζοντας τα μικρά παιδιά ενώ οι νοικοκυρές καλούσαν τα παιδιά για ποδαρικό. Το πρώτο που πήγαινε το έβαζαν να καθίσει κάτω για να κλωσήσουν οι κότες τους και να κάνουν πουλάκια. Ακόμη το έβαζαν να σκαλίσει τη φωτιά και να πει «Εδώ γαμπρούς, εδώ πλούτος, εδώ λεφτά, εδώ αρνάκια».