Το «Ίκλι Αβρίκ» είναι το πρώτο βιβλίο της Λαρισαίας δικηγόρου, ένα βιβλίο αποδράσεων, με έντονο άρωμα θεσσαλικού κάμπου, αφού εντός του παρελαύνουν σκορδοχώραφα, το ασμάκι, τρακτέρ και καλαμιές τοποθετώντας ένα μέρος της δράσης σε ένα χωριό που «μοιάζει» με τον Πλατύκαμπο, χωριό από το οποίο κατάγεται η συγγραφέας. Μιλώντας για το βιβλίο ο Θωμάς Παπαλιάγκας σημείωσε ότι «Η Μαριάνθη στο βιβλίο προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε έννοιες αντώνυμες και εκ φύσεως αντιδιαμετρικές, την ελευθερία με τον περιορισμό, τα «θέλω» με τα «πρέπει», το φυσικό με το μη φυσικό, κεντρική έννοια του διηγήματος είναι η απόδραση. Από τις φυλακές των Βούρλων, από τα πορνεία που στεγάζονταν στις παλιές φυλακές, από την αρρώστια, από τους δαίμονες του καθενός.
Καταδεικνύει τη μάχη ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές του ιδίου ανθρώπου ή σε γενιές της ίδιας ρίζας. Βλέπει τους πρόσφυγες που ήταν ανεπιθύμητοι στη μητέρα πατρίδα να κουτσοβολεύονται σε παράγκες και μόλις δύο δεκαετίες αργότερα οι ίδιοι άνθρωποι βρίσκουν τους δικούς τους ανεπιθύμητους, τους επόμενους πρόσφυγες. Οι οποίοι το ίδιο ανεπιθύμητοι είναι και στα χωριά της υπαίθρου.
Αναφέρεται στο σκορδοχώρι του κάμπου, τον τόπο της πρωταγωνίστριας, στα χωράφια και τον αγροτικό κάματο. Όπως και στο πρόσωπο του «Μεσημερά», της φανταστικής απειλής προς τα μικρά παιδιά του κάμπου που δεν κοιμούνταν το μεσημέρι. Αντιδιαστέλλει το χωριό με το αστικό περιβάλλον, στο οποίο βρίσκει ο πρωταγωνιστής μόνη παρηγοριά και σύνδεση με τη φύση στις νεραντζιές. Τα νεράντζια είναι όπλα εναντίον της αστυνομικής βίας προς υπεράσπιση της κάθε πορείας. Συγκινεί η εσωτερική πάλη μεταξύ των επίδοξων δραπετών πολιτικών κρατουμένων. Να υπακούσουν την κομματική γραμμή και να μείνουν κρατούμενοι ή τη φύση τους και να τρέξουν προς την ελευθερία μέσα από το λαγούμι που έσκαβαν; Και τελικά τι είναι η ζωή; Είναι η μπύρα που πίνει ο δραπέτης αμέσως μετά την απόδραση. Η πρώτη ελεύθερη μπύρα...».
ΒΙΒΛΙΟ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΣ
Με τη σειρά του ο δημοσιογράφος της «Ε» Θανάσης Αραμπατζής σημείωσε ότι: «Το Ίκλι Αβρίκ» τρέχει κινηματογραφικά. Κι άλλοτε σταματάει και παίρνει μια ποιητική αργοπορία. Όπως στις διηγήσεις της Ευδοκίας, που αργά εξιστορεί τα δικά της, αλλά και το αργό «πλάνο» στο χωράφι με τις καλαμιές. Και ξέρετε στις καλαμιές όλα είναι στάσιμα, από τον ήλιο που στέκεται πάνω τους και πυρώνει τον τόπο, μέχρι και τον αέρα που κάθεται επί ώρα στο ίδιο σημείο μέχρι να βγει φλογισμένος και να κάψει τα πρόσωπα όσων τολμούν να περάσουν από κει. Και μέσα σ’ αυτήν τη στασιμότητα, η Εύα, ως μικρό κορίτσι, ακίνητη, μέσα στα καλάμια, να κατασκοπεύει τον πρωτόγνωρο για τα παιδικά της μάτια καταυλισμό των τσιγγάνων. Κι έπειτα πάλι η ταχύτητα. Δύο ξωτικά, δύο ανοίκεια πλάσματα, δύο κυνηγοί και μαζί κυνηγημένοι τρέχουν. Η Εύα για να σωθεί από τον μεσημερά που όπως έλεγε η γιαγιά της είναι γύφτος και ο Γιώργος γιατί αυτό πρότασσε η φιλοερευνητική φύση της φυλής του. Ανοίκεια πλάσματα που γνωρίζουν τη μέγιστη οικειότητα όμως: αυτή της αλληλοανακάλυψης. Κι αυτό θα έλεγα ότι είναι το «Ίκλι Αβρίκ», ένα βιβλίο που πριν χαρακτηριστεί ως βιβλίο της φυγής θα έλεγα ότι είναι ένα βιβλίο «ανακάλυψης». Κι αυτή η ανακάλυψη είναι μια διαδρομή προς την ελευθερία, μια απόδραση απ’ τον παράδεισο των ψευδαισθήσεων».
Η συγγραφέας Μαριάνθη Νταφούλη αφού ευχαρίστησε τους παρευρεθέντες για την παρουσία τους στην εκδήλωση, σημείωσε ότι «Το «Ίκλι Αβρίκ» είναι ένα βιβλίο αποδράσεων, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια. Αναφέρεται σε ιστορικές αποδράσεις πολιτικών κρατουμένων απ’ τα κελιά τους, στην απόδραση μιας πόρνης απ’ τους οίκους ανοχής των Βούρλων, στον μύθο της Λίλιθ που, πριν την Εύα, έφυγε απ’ τον παράδεισο αναζητώντας τη γνώση. Όλα αυτά συνδέονται, μέσα από μια κυκλική αφήγηση που κινείται μεταξύ παρόντος και παρελθόντος και μέσα από μια ιστορία έρωτα, με την απόδραση των ηρώων του βιβλίου απ’ τον ανολοκλήρωτο εαυτό, τους φόβους, τις ψευδαισθήσεις και τις προκαταλήψεις τους. Τα κελιά είναι πολλά και το χειρότερο είναι ότι οι τοίχοι που μας χωρίζουν απ’ το «έξω» είναι συχνά αόρατοι στα μάτια μας».
Στην εκδήλωση, τον συντονισμό της οποίας είχε η δημοσιογράφος κ. Κωνσταντίνα Καρυδάκη, ανάμεσα από τις παρουσιάσεις, παρεμβάλλονταν αποσπάσματα από το βιβλίο που διάβαζε η κ. Κρυσταλλία Μακατού.
Θ.Α.