μπάλα. Το τραπέζι στον «Νικόδημο» ήταν στρωμένο και περίμενε τον σπουδαίο Λαρισαίο θεατράνθρωπο Κώστα Τσιάνο και τον δημοσιογράφο της «Ε». Το ραντεβού είχε κλειστεί την προηγούμενη μέρα: «Κύριε Τσιάνε, πότε θέλετε να βρεθούμε για να κάνουμε μια συνέντευξη για το Ο,τι θυμάμαι χαίρομαι;», «Πόσες φορές σου έχω πει να με φωνάζεις, Κώστα», η πρώτη αντίδραση, για να ακολουθήσει το «α πα πα, τις βαριέμαι τις συνεντεύξεις. Οποτε θες να βγούμε όμως και να πιούμε ένα κρασί». Ισως ήταν η ατμόσφαιρα του Νικόδημου που μας μετέφερε σε περασμένες δεκαετίες, ίσως να βοήθησε το κρασί, ο Κώστας Τσιάνος τελικά δέχτηκε να απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις. Γκολ!... που φώναζαν από τα μπαλκόνια κι οι Λαρισαίοι ποδοσφαιρόφιλοι.
Ο Κώστας Τσιάνος σκηνοθετεί μετά από καιρό για το Θεσσαλικό Θέατρο κι αυτό από μόνο του είναι είδηση, πόσο μάλλον τώρα που αποφάσισε να ανεβάσει ένα αγαπημένο λαϊκό είδος που έχει σημαδέψει την πορεία του Θεσσαλικού: κλασική επιθεώρηση και με τίτλο «Ο,τι θυμάμαι χαίρομαι». Κύριε Τσιάνε, εσείς τι θυμάστε και χαίρεστε, ήταν η πρώτη ερώτηση, «θυμάμαι έντονα τα νεανικά και εφηβικά μου χρόνια που τα πέρασα σε μια φτωχογειτονιά της Λάρισας στη δεκαετία του ’50 και χαίρομαι. Στα Σάλια, σε μια τυπική γειτονιά, που τη θεωρώ πολύ ευτυχισμένη, αν και μέσα στη φτώχεια.
Νόμιζα ότι ήταν έτσι η ζωή, ότι έπρεπε να αγοράζεις παπούτσια μια φορά τον χρόνο, το Πάσχα συγκεκριμένα, να τρως κρέας μια φορά τον μήνα, ή να περνάς με ένα μολύβι τη μισή σχολική χρονιά κι όταν ζητούσες άλλο να σου λένε πότε το τέλειωσες, τι το κάνεις, το τρως; Αλλά δεν ήταν έτσι». Και γιατί δεν ήταν έτσι, τον προκαλούμε να συνεχίσει… «Γιατί την εποχή αυτή γίνονται σημεία και τέρατα! Τι να πρωτοπώ; Κυβερνητική αστάθεια, το παλάτι, η αστυνομοκρατία, ο τραμπουκισμός, οι πολιτικές συνωμοσίες, οι μαζικές δίκες, οι εκτελέσεις, οι εξορίες, η απελπιστική ανεργία, η φτώχεια, η υποτίμηση της Δραχμής στο 100%, η εσωτερική μετανάστευση στα αστικά κέντρα, η φυγή στην ξενιτιά, το πιστοποιητικό των κοινωνικών φρονημάτων για εύρεση εργασίας, η λογοκρισία, η μαύρη αγορά πώλησης μωρών σε οικογένειες της Αμερικής, το εκστρατευτικό σώμα του Ελληνικού Στρατού που βρέθηκε στον πόλεμο της Κορέας, ήταν το ιστορικό πλαίσιο τη δεκαετία του ’50».
Δύσκολη εποχή, θα του επισημάνουμε, για να απαντήσει ότι «Πράγματι δύσκολη εποχή, όμως αν και ήταν βαθιά πληγωμένη απ’ τον πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο σπαραγμό, ο ταλαίπωρος Έλληνας προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του και για να ξεγελάσει τη μιζέρια του, τη βόλευε όπως όπως, ψευτοδουλεύοντας και με μικροδιασκεδάσεις. Όπως λέω και μέσα στο έργο, κάθε τόσο άλλος με ρεφενέ, άλλος έβαζε καμιά κιοφτέδα, άλλος έβαζε κανένα σαρμά, άλλος χύμα κρασί από τον Νικόδημο, το σκαρώναμε το γλεντάκι στο σπίτι του κάθε εορτάζοντος». Παράσταση χρονομηχανή δηλαδή, θα μας γυρίσει στην παλιά Λάρισα, «Φόντο θα είναι η παλιά Λάρισα και θα ταξιδέψουμε στα εξοχικά κέντρα διασκέδασης της εποχής, «Αλκαζάρ», «Φρούριο», «Όαση», «Καρύδειο» κ.ά., στα θερινά σινεμά, με το αγιόκλημα και τα γιασεμιά, «Τιτάνια», «Ρεξ», «Ορφεύς», «Όαση» και άλλα, και σε ό,τι άλλο έβρισκε διέξοδο ο κόσμος και κάποια ελπίδα στη μιζέρια του. Κάποιο βραδάκι θα πήγαιναν σε κάποιο εξοχικό κέντρο ν’ ακούσουν τον Νίκο Γούναρη, τον Τώνη Μαρούδα, τη Μαριάννα Χατζοπούλου, τη Σοφία Βέμπο, ή σε κάποιο κοντινό μπουζουξίδικο να ξεδώσουν με τραγούδια του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη και άλλων» θα σημειώσει ο κ. Τσιάνος. Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε κλασική επιθεώρηση τον ρωτάμε, για να μας απαντήσει ότι «θέλησα να δημιουργήσω ένα γοητευτικό έργο, με νοσταλγία, γέλιο και συγκίνηση για τους συντοπίτες μου. Μια παράσταση λαϊκή, βασισμένη στους κώδικες της Ελληνικής Επιθεώρησης και των αναψυκτηρίων του 1950 με φόντο τη Λάρισα της μετεμφυλιακής εποχής. Είναι μία παράσταση που κουβαλάει τις εμπειρίες μου 45 χρόνων που εργάζομαι για το δικό μας Θεσσαλικό Θέατρο. Το χρωστούσα στο κοινό μας και στη φυσιογνωμία του Θεάτρου μας, που τόσα χρόνια προσπαθούμε να γίνει ένα γνήσιο λαϊκό θέατρο» θα μας πει με φωνή σπασμένη και μάτια υγρά, για να συνεχίσει επαναφέροντάς μας στο τώρα: «Και τώρα κλείσε το σημειωματάριό σου και πάρε να φας γιατί θα κρυώσουν. Τα υπόλοιπα θα τα δεις από την Τρίτη στην Αυλή του Μύλου».
Ευλογία για τον τόπο τέτοιοι άνθρωποι να θυμούνται. Γιατί αυτοί θυμούνται κι εμείς χαιρόμαστε…