στο κέντρο της Αθήνας, το οποίο αποτελεί αρχιτεκτονικό, ιστορικό και πολιτιστικό τοπόσημο για την ανάδειξη της αστικής φυσιογνωμία της Αθήνας, στην τελική ευθεία βρίσκεται και η έκθεση της συλλογής Λοβέρδου.
Το Μέγαρο χτίστηκε το 1882 ως μόνιμη κατοικία του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ. Η πρόσοψή του κοσμείται από κεφαλές Καρυάτιδων. Είναι υπόδειγμα δωρικής ελληνικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Ο Κεφαλλονίτης τραπεζίτης και συλλέκτης Διονύσιος Π. Λοβέρδος αγόρασε το Μέγαρο το 1912, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία, αλλά και ως μουσείο, για να εκθέσει τις πλούσιες συλλογές του. Το 1930 ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος επιμελήθηκε το ιδιωτικό Μουσείο Βυζαντινής Τέχνης του Διονυσίου Π. Λοβέρδου, με τροποποιήσεις και προσθήκες, όπως το «παρεκκλήσι» χωρίς ανοίγματα, με τρούλο και οκταγωνικό τύμπανο και την αίθουσα με τους μαρμάρινους κίονες. Στην καρδιά της νεοκλασικής οικίας βρίσκεται το Ελληνικό Δωμάτιο (συνένωση δύο ημιυπόγειων), η αίθουσα δεξιώσεων στην οποία ο Δ. Λοβέρδος υποδεχόταν την πνευματική αφρόκρεμα της εποχής του. Κοσμείται με στοιχεία σκυριανής και ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής παράδοσης, ευθυγραμμισμένα τζάκια, από ξύλινη επένδυση. Η Αγγελική Χατζημιχάλη η οποία επιμελήθηκε τη διακόσμηση, επέλεξε έργα λαϊκής τέχνης όπως και από τη Μικρά Ασία τα κεραμικά ΙΣΝΙΚ, προκειμένου να δώσει ανάγλυφο το παράδειγμα της παραδοσιακής τέχνης.
Το Μέγαρο έγινε δωρεά εν ζωή στο ελληνικό Δημόσιο το 1979 και το 1992, από τις κόρες του Διονύσιου Λοβέρδου, Μαρία Λοβέρδου και Ιωάννα Βασιλειάδη, με διαχειριστή το Υπουργείο Πολιτισμού, για λογαριασμό του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, με σκοπό τη δημιουργία του Μουσείου.
Οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να δουν φωτογραφικό υλικό από την πρότερη κατάσταση του κτιρίου αλλά και πορτρέτα του Διονυσίου Λοβέρδου φιλοτεχνημένα από γνωστούς ζωγράφους.
Το Μέγαρο Τσίλλερ - Λοβέρδου θα είναι επισκέψιμο για το κοινό μόλις τα επιδημιολογικά δεδομένα της χώρας το επιτρέψουν.