Βασίλης Διαμαντόπουλος είναι ένα από τα σπάνια παραδείγματα καλλιτέχνη, ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της χρυσής μεταπολεμικής γενιάς, που άφησε το δικό του αποτύπωμα στο θέατρο και στον κινηματογράφο, ενώ κατάφερε ακόμη και μέσω της τηλεόρασης να περάσει κάτι το ξεχωριστό, μακριά από τη συνηθισμένη μιζέρια και τη φαιδρότητα.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος δεν υπήρξε σταρ, δεν ήταν ωραίος, αρνήθηκε να μπει στον κύκλο της εμπορικότητας, της ευκολίας, προτιμώντας να δίνει μάχες για την τέχνη και τη ζωή. Όπως έλεγε «εγώ ευτυχώς δεν έχω πάψει να ονειρεύομαι. Δεν έχω πάψει να θέλω. Βέβαια αυτό κοστίζει κόπους, διαψεύσεις, όμως αυτό δεν με πειράζει. Το να αγωνίζεται κανείς είναι κι αυτό μια ηδονή».
Την περασμένη εβδομάδα συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννησή του (15 Νοεμβρίου 1920) και είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε για ποιους λόγους ο Βασίλης Διαμαντόπουλος παραμένει ένα σύμβολο, ένα πρότυπο για την τέχνη, αλλά και για τους κοινωνικούς αγώνες.
ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΣΤΟΝ ΚΟΥΝ
Γεννήθηκε στον Πειραιά. Θα εγκαταλείψει τη Νομική Αθηνών για να ακολουθήσει το όνειρο τής υποκριτικής, μπαίνοντας στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Γρήγορα θα εγκαταλείψει και τη «συμβατική» σχολή του Εθνικού για να μπει στο σύμπαν του Κάρολου Κουν, όταν ο φωτισμένος θεατράνθρωπος ιδρύει τη δική του δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης το 1942.Την ίδια χρονιά θα παίξει στο Θέατρο Τέχνης την «Αγριόπαπια» του Ίψεν, ενώ μέχρι το 1949 που θα παραμείνει κοντά στον Κουν, θα παίξει περισσότερους από 30 ρόλους που τον καθιέρωσαν ως πρωταγωνιστή του θεάτρου.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΛΟΥΡΟΣ
Θα συνεργαστεί με τον θίασο της κυρίας Κατερίνας, ενώ το 1950 προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο για να πρωταγωνιστήσει στην αθάνατη κωμωδία «Ανώμαλος Προσγείωσις» των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, στον ρόλο του Μαυρογιαλούρου, που γνωρίσαμε όλοι στην κινηματογραφική επιτυχία «Υπάρχει και Φιλότιμο».
Θα ακολουθήσουν μία σειρά από επιτυχίες στο θέατρο, αποδίδοντας με ευφυή τρόπο κλασικά κείμενα, ενώ το 1958 θα είναι μία ιστορική στιγμή για τον ίδιο και το ελληνικό θέατρο, ιδρύοντας το Νέο Θέατρο, μαζί με την τότε σύντροφό του, Μαρία Αλκαίου.
ΜΑΘΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Στο ελληνικό σινεμά, ο Διαμαντόπουλος είναι επιλεκτικός και θα δώσει κάτι διαφορετικό, αφού οι ερμηνείες του πάντα μετρημένες και με βάθος, θα δώσουν άλλη διάσταση και ποιότητα, ακόμη και σε μελοδράματα ή κωμωδίες, που χωρίς την παρουσία του θα έμεναν στη μετριότητα. Στον κινηματογράφο καταφέρνει να κρατήσει τη θεατρική παιδεία του και να αποβάλει το θεατρικό κοστούμι, που τόσο αδίκησε μεγάλους θεατράνθρωπους που μπήκαν στα πλατό. Θα πρωτοεμφανιστεί το 1948 στο «Μαρίνος Κοντάρας» του Γιώργου Τζαβέλλα, θα παίξει έναν χαρακτηριστικό ρόλο στο εξαιρετικό «Αμαξάκι» του Ντίνου Δημόπουλου, ενώ η πρώτη του επιτυχία θα έρθει δύο χρόνια μετά, το 1959, στην κομεντί «Να Πεθερός, να Μάλαμα» σε σενάριο Δημήτρη Ψαθά και σκηνοθεσία Μάριου Νούσια, ερμηνεύοντας εξαιρετικά έναν υποκριτή οικογενειάρχη της καλής κοινωνίας, έναν άπιστο σύζυγο, έναν πανούργο μπαγαπόντη.
Το 1962 θα ερμηνεύσει ιδανικά έναν υπερσυντηρητικό αυστηρό καθηγητή στο κοινωνικό δράμα «Νόμος 4000» του Γιάννη Δαλιανίδη, ενώ την ίδια χρονιά θα κάνει και τη συμπαθέστατη δραματική κωμωδία «Ψηλά Τα Χέρια Χίτλερ» του Ροβήρου Μανθούλη, έχοντας δίπλα του τον Θανάση Βέγγο.
Με τη διαφαινόμενη παρακμή του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ο Διαμαντόπουλος παίρνει αποστάσεις, παίζοντας σε δυο τρεις μόνο ταινίες για μια δεκαετία, αφοσιώνεται στο θέατρο και επιστρέφει ουσιαστικά στη μεγάλη οθόνη το 1978 με τους ανατρεπτικούς «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Θα ακολουθήσουν κι άλλες εμφανίσεις του, ενώ είναι συγκλονιστικός στη δραματική κωμωδία του Θόδωρου Μαραγκού «Μάθε Παιδί μου Γράμματα» (1981), στον ρόλο και πάλι ενός συντηρητικού καθηγητή που βλέπει τα παιδιά του να επαναστατούν.
ΕΚΕΙΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
Όταν η χώρα μπήκε στον γύψο από τους δικτάτορες, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι. Άλλωστε, ήταν γνωστός κομμουνιστής, μαχητικός συνδικαλιστής, ενώ είχε συμμετάσχει και στην Εθνική Αντίσταση. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1970 για να μας χαρίσει, δύο χρόνια μετά, την αξέχαστη σουρεαλιστική σειρά, δικής του έμπνευσης, «Εκείνος κι Εκείνος», ένα σπάνιο δείγμα πραγματικά καλής τηλεόρασης. Έπαιζε μαζί με τον φίλο του Γιώργο Μιχαλακόπουλο, σε εμπνευσμένα κείμενα του Μουρσελά. Στην τηλεόραση θα παίξει σε αρκετές ακόμη σειρές, χρηματοδοτώντας την αγάπη του για τη θεατρική σκηνή (το 1993 θα ιδρύσει το Σύγχρονο Θέατρο). Ανάμεσα στις αξιόλογες εμφανίσεις του, που συνάμα ήταν και αξιοπρεπείς παραγωγές, συγκαταλέγονται οι σειρές «Συμβολαιογράφος», «Κίτρινος Φάκελος», «Τα Λαυρεωτικά», «Χατζηεμμανουήλ», «Χαίρε Τάσο Καρατάσο».
ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Μέχρι το τέλος της ζωής του αντικομφορμιστής, εκτός από τις θεατρικές περιπέτειες, έζησε πολλές φορές την περιφρόνηση των «αρμοδίων», αλλά θα σταθεί δίπλα στους νέους ως δάσκαλος και κυρίως ως συμπαραστάτης τους, προσπαθώντας να μεταδώσει την αρχή του: «Μπροστά ή πίσω από τα φώτα, στο ημίφως ή στο άπλετο φως και με την πιο εξελιγμένη τεχνολογία ή μ’ έναν απλό προβολέα, ο ηθοποιός είναι -πρέπει να είναι- ο ίδιος. Το αυτόφωτο σώμα, αλλιώς είναι απλά διάσημος, αλλά όχι ηθοποιός».
Η ευαίσθητη καρδιά του θα τον αφήσει στις 5 Μαΐου του 1999, αφήνοντας πίσω του έναν γιο και μια κόρη, και ακόμη περισσότερα παιδιά που πήραν απ’ αυτόν τη γνώση για το θέατρο και τις αρχές του για τη ζωή που ακολούθησε μέχρι τέλους. Η κηδεία του, παρότι η Πολιτεία αποφάσισε να τελεστεί δημοσία δαπάνη, τελικά έγινε όπως είχε αποφασίσει ο ίδιος: Λιτή και απέριττη...