γινόταν γνωστό ότι τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα κρατήσει ο καλύτερος, ίσως, Βρετανός ηθοποιός, σήμερα, Μπιλ Νάι και ότι το σενάριο διασκευάστηκε από τον Νομπελίστα και πολυβραβευμένο λογοτέχνη Καζούο Ισιγκούρο, συγγραφέα του «Απομεινάρια Μιας Μέρας».
Το έργο του Κουροσάβα είναι γνωστό ότι έχει επηρεάσει έντονα τους σημαντικότερους και όχι μόνο σκηνοθέτες όλου του κόσμου και ειδικά του Χόλιγουντ, καθώς τις κινηματογραφικές αρχές τού μεγάλου δάσκαλου τις βρίσκουμε παντού, ενώ υπάρχουν και τα διάσημα ριμέικ που έχουν γίνει πάνω σε δικές του ταινίες, όπως τα γουέστερν «Και οι 7 ήταν Υπέροχοι» και «Για Μια Χούφτα Δολάρια».
Για χρόνια οι σκηνοθέτες δεν ακούμπησαν το έργο του. Ο τρόμος της σύγκρισης με το πρωτότυπο… Κορυφαίοι σκηνοθέτες, που τον λάτρευαν, όπως ο Σπίλμπεργκ, ο Κόπολα ή ο Σκορτσέζε, έμειναν μακριά. Ούτε υπάρχουν πλέον θηρία, όπως ο Σέρτζιο Λεόνε και ο Τζον Στάρτζες. Παράλληλα, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις , όλα τα ριμέικ παλαιότερων επιτυχιών οδηγούνται στην περιφρόνηση ή ακόμη και στην καταστροφή.
Ο ΜΠΙΛ ΝΑΙ ΚΑΙ Ο «ΑΓΝΩΣΤΟΣ»
Όμως, στην περίπτωση του «Καταδικασμένου» οι ελπίδες για κάτι, αν μη τι άλλο, αξιόλογο έχουν αναπτερωθεί, με τη συμμετοχή του Μπιλ Νάι στον εμβληματικό πρωταγωνιστικό ρόλο του «Καταδικασμένου» και τη συμμετοχή στο σενάριο του Βρετανού Νομπελίστα (ιαπωνικής καταγωγής) Καζούο Ισιγκούρο. Βεβαίως δεν είναι λίγες οι φορές που σημαντικότατοι συντελεστές έκαναν στο σινεμά την απόλυτη αποτυχία.
Υπάρχει, όμως κι ο σημαντικός ρόλος του σκηνοθέτη, που στη συγκεκριμένη παραγωγή είναι ο 38χρονος Νοτιοαφρικανός Όλιβερ Χερμάνους, ο οποίος πέρα από κάποιες ελπίδες που είχε δώσει στο περιορισμένο του έργο, αλλά και ορισμένες διακρίσεις σε φεστιβάλ, είναι αμφίβολο για το αν μπορεί να ανταπεξέλθει.
ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΟΥ ΙΣΙΓΚΟΥΡΟ
Ας γυρίσουμε όμως στα ενθαρρυντικά σημεία του ριμέικ και στο σενάριο που ετοιμάζει ο Ισιγκούρο.
Το πρωτότυπο, που είχε συνυπογράψει ο Κουροσάβα, βασιζόταν στο περίφημο διήγημα του Τολστόι «Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς» και περιγράφει την ιστορία ενός συνεσταλμένου δημοσίου υπαλλήλου που μαθαίνει ότι έχει καρκίνο, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, ενώ ταυτόχρονα θα ξυπνήσει μέσα του η ιδέα να κάνει κάτι για να δικαιολογήσει τη ζωή του, κάτι χρήσιμο για τους περιφρονημένους μιας φτωχής γειτονιάς. Σύμφωνα με πληροφορίες από την παραγωγή, ο Νομπελίστας συγγραφέας μεταφέρει την ιστορία στο μεταπολεμικό Λονδίνο του 1952 και σε έναν υπάλληλο, που έχει γίνει ακόμα ένα γρανάζι της γραφειοκρατίας στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης της Αγγλίας, μετά από τον καταστροφικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν μαθαίνει ότι πάσχει από θανατηφόρα ασθένεια, ξεκινάει μια προσπάθεια για να βρει κάποιο νόημα στη ζωή του πριν πεθάνει. Αρχικά, προσπαθεί να μπει στον κόσμο της «ακολασίας», ενώ στη συνέχεια θα αδιαφορήσει για τις οικογενειακές και εργασιακές του ευθύνες. Σύντομα θα γνωρίσει μία νεαρή συνάδελφό του που θα του αναζωογονήσει το ενδιαφέρον για τη ζωή και θα του δείξει έναν τρόπο για να αντιμετωπίσει τον θάνατό του και πώς να αξιοποιήσει την πολυετή εμπειρία του για να προωθήσει ένα χρόνιο αίτημα μιας φτωχογειτονιάς, για μια παιδική χαρά σε έναν σκουπιδότοπο στο ανατολικό Λονδίνο.
Η ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΜΑΓΕΙΑ
Όμως υπάρχει και το πρωτότυπο φιλμ και είναι μία ευκαιρία να το θυμηθούμε, καθώς αποτελεί μία από τις σημαντικότερες παρακαταθήκες στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Πρόκειται για μια ταινία συνταρακτική, που ο Κουροσάβα δικαίως αγαπά περισσότερο απ’ όλα τα έργα του, παρότι έχει γυρίσει θρυλικά φιλμ, όπως «ΡΑΝ», «Ρασομόν», «Οι Επτά Σαμουράι», «Ο Θρόνος του Αίματος», «Καγκεμούσα» και πολλά άλλα. Ο Κουροσάβα με μια θαυμαστή λιτότητα, δουλεύοντας κάθε λεπτομέρεια κάθε πλάνου και ρόλου, μιλάει για πανανθρώπινες αξίες, εστιάζοντας στα απλά που καθορίζουν τη ζωή. Έχοντας έναν πρωταγωνιστή, από τους μόνιμους συνεργάτες του, τον αξιοθαύμαστο Τακάσι Σιμούρα, ο οποίος με τη σειρά του παίρνει τη σκυτάλη για να συγκλονίσει με την ερμηνεία του, ο Κουροσάβα ταυτόχρονα σχολιάζει με χιούμορ και πίκρα τόσο το δράμα της ανθρώπινης ζωής (γιατί πρέπει να έρθει ο άνθρωπος κοντά στο μοιραίο, στο αναπόφευκτο, για γενναίες αποφάσεις;), όσο και τον προβληματισμό του για την υποκειμενικότητα της αλήθειας. Δεν αφήνει όμως κάτω ούτε την υπερσυντηρητική κοινωνία και εξουσία (σε όποιον βαθμό και αν βρίσκεται) της μεταπολεμικής Ιαπωνίας, ούτε το αποτέλεσμα αυτής, που έχει βάλει σε ένα βάθρο τη γραφειοκρατία και την ανευθυνότητα ενός κράτους που αγνοεί τις ανάγκες και τις επιθυμίες του λαού.
Οι σκηνές για το ανθολόγιο του παγκόσμιου σινεμά πολλές, αλλά σίγουρα τόσο στο ξεκίνημα η χιουμοριστική και συνάμα απάνθρωπη στάση των γραφειοκρατών στο αίτημα των γυναικών μιας γειτονιάς να γίνει μια παιδική χαρά στη θέση μιας χαβούζας (το μήνυμα σαφές και ευδιάκριτο) και στο τέλος μετά την κηδεία του, η σύναξις των αξιωματούχων γραφειοκρατών που ψάχνουν να βρουν γιατί άλλαξε αυτό το «ανθρωπάκι» τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής του και μετά αρχίζουν να κολακεύουν ο ένας τον άλλο, πάνε σε άλλη διάσταση τον κινηματογράφο. Άλλωστε ο Κουροσάβα και σε αυτήν την ταινία του αποδεικνύει γιατί είναι ένας από τους λιγοστούς ανθρώπους του σινεμά που πήρε τη βιομηχανία του θεάματος και την έστειλε ανάμεσα στις τέχνες. Ίσως και κάτι παραπάνω, κάνοντας ταινίες για τον απλό καταφρονημένο άνθρωπο...