έγινε συντεταγμένα από το ελληνικό κράτος αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, αποτελεί μια κορυφαία πράξη της ελληνικής αρχαιολογίας. Με ταχύτητα, με σύστημα, μεθοδικά, με τάξη και με απόλυτη τήρηση διαδικασιών και πρακτικών, οι αρχαιολόγοι και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι φρόντισαν να κρύψουν χιλιάδες ευρήματα που σώθηκαν με αυτό τον τρόπο από τις αρπαγές των κατακτητών.
Χαρακτηριστικές είναι οι μαρτυρίες που διασώζονται από την επιχείρηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, όπου η κατάχωση των αγαλμάτων γίνεται νυχθημερόν εντός του δαπέδου της αίθουσας, στην αυλή του μουσείου ή σε περιφραγμένες αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων. Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε ομαδικό τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας.
Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. Δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος από τα χιλιάδες πολύτιμα εκθέματα που κοσμούσαν το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας τα προηγούμενα εξήντα χρόνια λειτουργίας του. Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή.
Με στοιχεία από άρθρο του ιστορικού και αρχαιολόγου, επιμελητή Αρχαιοτήτων στην Προϊστορική Συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Κώστα Πασχαλίδη.