παρεξηγήσεις συμβάλλουν στο όνειρο του υλικού του παραμυθιού. Εξάλλου, τα όνειρα είναι κατεξοχήν κινηματογραφικά: έχουν μοντάζ (σε εναλλαγές δράσεων και σκηνών) και –συνεπώς– ρυθμό. Στο Παρίσι της «Λιμουζίνας», ο νεαρός Μάρκος (καίρια λιτός ο Νίκος Κουρής) ψάχνει τις δυνάμεις του στη συγγραφή. Στο Cafe St Claude, με σερβιτόρο τον αεικίνητο Κλαύδιο (έκτακτος ο Νίκος Χανακούλας), συναντά τον Σάμιουελ Μπέκετ και τον Φερνάντο Αραμπάλ (εύφοροι οι Δημήτρης Καταλειφός και Δημήτρης Πιατάς, αντίστοιχα). Στη συνέχεια, ξεκινά για την Ελλάδα με την Κολέτ (Δούκισσα Νομικού) και τον Μαξ (Adrian Frieling). Καθ’ οδόν, σε McDonald’s για καφέ, γελαστός και γελασμένος, χαζεύει (με) την Κολέτ (σαν) σε μελωδία του ασύγκριτου Ζωρζ Μπρασσένς, ενώ ο Μότσαρτ συντροφεύει νεανικές προσδοκίες.
Στην Αθήνα, το Βαριετέ περιλαμβάνει και «αλαφροΐσκιωτους» που είτε τραγουδούν ουγγρικά (υπέροχος ο Ηλίας Κουνέλας), είτε μιλούν ασυνάρτητα ελληνικά (απολαυστικός ο Μάκης Παπαδημητρίου). Αντί για την «αυλή των θαυμάτων» (κατά τον Ιάκωβο Καμπανέλλη), ο Μάρκος βρίσκει εκείνη του Κλοπέν (από την «Παναγία των Παρισίων» του Ουγκώ) στην αθηναϊκή σχολή επαιτείας του (τύπου Φέιγκιν στον «Όλιβερ Τουίστ» του Ντίκενς) Προφεσόρε (έξοχος ο Παύλος Χαϊκάλης). Με συνοδεία τον Νόρμαν Μέιλερ (εξαίρετος ο Τάκης Σπυριδάκης), στην παραλία μιας Πελοποννησιακής Ιθάκης, θα συναντήσει και τον Έλληνα (συγκλονιστικός ο Σταμάτης Φασουλής) που εξιστορεί το παραμύθι του. Κάποια στιγμή αργότερα, ο Μάρκος ξαναβρίσκεται στο café. Γράφοντας δυο λόγια προς τον Μπέκετ, βλέπει κάποιον και αναρωτιέται αν θα μπορούσε να είναι εκείνος. Ο μέγιστος Λευτέρης Βογιατζής «κλείνει» συγκινητικά την ταινία με τα (από κάθε άποψη) τελευταία του πλάνα στο παραμύθι της «Λιμουζίνας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, τρυφερά λυρικής στα σπαράγματα των απορ (ρο)ιών της και ευφρόσυνα ρέουσας στην εξέλιξη της πολυδιάστατης διαδρομής της.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας
ηθοποιός