Τώρα απομένει η επιστροφή, αλλά και πάλι σαν η αέναη, στο μέτρο φυσικά της ζωής μου, επανάληψη της παρθενικής ηδονής του ταξιδιού». Ο κ. Ζαφειρίου με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου σε συνέντευξή του στην «Ε» μιλά για το αν φοβάται ότι κάποτε τα τρένα θα σταματήσουν να ταξιδεύουν, το αν η ποίηση… σημαίνει και οίηση, τη Λάρισα που επιστρέφει διαρκώς αλλά και για τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη γενέθλια πόλη του και το αν τα τρένα είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας. Στην ερώτηση, δε, αν ήταν να διαλέξει έναν και μόνο προορισμό ποιος θα ήταν αυτός, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «Ακόμη κι από τα Κίρουνα, τη βορειότερη πόλη της Σουηδίας, η Λάρισσα».
Συνέντευξη στον Θανάση Αραμπατζή
*«Τα τραίνα ταξιδεύουν ακόμα». Γιατί ακόμη; Τι πιστεύετε θα κάνει τα τραίνα να σταματήσουν να ταξιδεύουν;
- Η νέα τάξη. Δηλαδή η νέα ορθογραφία. Ασφαλώς αστειεύομαι. Ούτε ως τρένα τα τραίνα θα σταματήσουν να ταξιδεύουν. Ούτε ως μνήμες. Πάντως αυτή η πρώτη κιόλας ερώτησή σας μού δίνει την ευκαιρία να πω τη βασική μου άποψη για τον παρελθόντα και μέλλοντα χρόνο κι αυτή την τομή τους, που τη λέμε παρόν και στην οποία ζούμε, αλλά την ίδια ακριβώς στιγμή τα βιώματα, που συγκροτούν τη ζωή μας μένουν πίσω, ολοένα πίσω, τουλάχιστον όμως διά βίου βεβαιωμένα και αναμφισβήτητα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν τους ενδιαφέρει το παρελθόν και προσβλέπουν στο μέλλον. Όπως καταλαβαίνετε διαφωνώ καθέτως και οριζοντίως. Μπροστά στο αβέβαιο και μέλλον γεγονός της ζωής, η δεδομένη και πραγματική ζωή ανήκει μόνον στο παρελθόν. Συνήθως υποτιμάται ή και κακολογείται ως νοσταλγία. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ ότι αρνούμαι την πρόοδο, που συμβαδίζει με την ελπίδα και τις προσδοκίες του μέλλοντος, απλώς θέλω να πω ότι η ζωή ναι μεν βιώνεται στο παρόν, αλλ’ αυτομάτως γίνεται παρελθόν, άρα επαληθεύεται κατόπιν εορτής. Εν παρενθέσει: Γιορτάζουμε ποτέ γενέθλια πριν από την ημερομηνία τους; Στην πραγματικότητα τα γιορτάζουμε καθώς και αυτή παρέρχεται κι ευχόμαστε «και του χρόνου». Αυτόν τον αέρα του χρόνου, που δίκην ευχής και ελπίδος μετοχοποίησαν και πούλησαν οι τράπεζες με αποτέλεσμα τη σημερινή μας πτώχευση. Δεν τολμώ μόνο να φαντασθώ πως επίσης ανθρώπινα μυαλά, ακούσια ή και εκούσια, απελευθέρωσαν σήμερα και τον παγκόσμιο δολοφόνο με την κορώνα. Στην απευκταία βέβαια περίπτωση, που θα ολοκληρωθεί αυτό το πιθανό έγκλημα, ή οποιαδήποτε άλλη περιβαλλοντική καταστροφή, θα σταματήσουν πράγματι και τα τραίνα να ταξιδεύουν.
*Η ποίηση είναι οίηση; Όπως λέει και ο ποιητής που αναφέρετε στο πρώτο ποίημα του βιβλίου σας...
-Αν μου συγχωρήσατε την πολυλογία μου στην πρώτη απάντηση, συγχωρήστε μου και αυτή τη σχεδόν μονολεκτική. Η ποίηση, όχι. Οι ποιητές ναι, είναι κατά βάθος όλοι, ακόμη και οι εντελώς επιφανειακοί, οιηματίες.
*Η Λάρισα επιστρέφει στα ποιήματά σας. Εσείς επιστρέφετε σ’ αυτή;
-Από την πρώτη κιόλας απάντηση καταλαβαίνετε, ότι στη Λάρισσα επιστρέφω συνεχώς και αδιαλείπτως. Έφυγα πέντε χρονών με φορτηγό, όταν μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Αθήνα και όμως τα παιδικά βιώματα τουλάχιστον τριών ετών με ακολουθούν, όπως το Φορτηγό τον Σαββόπουλο και η Πόλις τον Καβάφη, σε όλη μου τη ζωή. Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια (ενώ έχω ξεχάσει τι έφαγα χθες) γεγονότα, όπως τον πλανόδιο έμπορο με το γαϊδουράκι, που περνούσε κάθε πρωί έξω από το πατρικό μου σπίτι διαλαλώντας φανταχτερά είδη προικός, που κουβαλούσε σε μια σαν ν’ αποσπάσθηκε από ανατολίτικο καραβάνι καρότσα κι εγώ από το παράθυρο τον ρωτούσα «κύριε Μπάμπη, τι ώρα είναι;» ή το κυνηγητό γύρω απ’ το πολύχρωμο σιντριβάνι της Κεντρικής πλατείας, την ώρα που αναχωρούσαν τα πράσινα λεωφορεία των τότε ΚΤΕΛ στα νυχτερινά τους δρομολόγια για την Κοζάνη, τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, αυτά που μου άναβαν τον πόθο του ταξιδιού, ύστερα βέβαια από τα μακρόσυρτα σφυρίγματα των τραίνων, που αντιλαλούσαν στα χαμηλά κεραμιδόσπιτα της πόλης, προσκαλώντας σ’ έναν κόσμο, μακριά από την πλήξη της επαρχίας. Με τις επανειλημμένες προσκλήσεις και κλήσεις νάτος, ήρθε επιτέλους αυτός ο νέος κόσμος και στη Λάρισα με ένα σίγμα, και αντικατέστησε τα καφενεία με καφετέριες κι έπειτα με cafe στα ισόγεια και τις ταράτσες πολυκατοικιών, και έτσι αφανίστηκαν σταδιακά μαζί με τους παλιούς και όλοι οι επόμενοι ήχοι, όπως περνάνε οι γενιές και αλλάζουν η μόδα και τα γούστα. Εμένα, πάντως, μου αρέσουν όλα τα είδη μουσικής και «Όχι, δεν είμαι λυπημένος», όπως λέει και η Δημουλά «Σε σωστή ώρα νυχτώνει».
*Τα τρένα είναι μικρογραφία του κόσμου; Για παράδειγμα διαχωρισμός θέσεων/τάξεων, ή τα απαξιωτικά βλέμματα στους πρόσφυγες/μετανάστες…
-Είναι. Βέβαια, ως προς τον διαχωρισμό θέσεων/τάξεων παρατηρούμε όλο και περισσότερο μια κατ’ αναλογίαν προς τη θρησκευτική εισπήδηση τάξεων από τη μία θέση στην άλλη, είτε ανώτερη (πρώτη) είτε κατώτερη (δεύτερη), όπου το Θεϊκό Υποκείμενο της λατρείας είναι αποκλειστικά πλέον το χρήμα και ο διαχωρισμός μεταβάλλεται συνεχώς, πάντοτε βέβαια ήταν ρευστός, αλλά τελευταία λόγω της οικονομικής κρίσης γέρνει προς την πλευρά της κατώτερης θέσης, που καταλαμβάνουν όλο και περισσότεροι πτωχευμένοι νεόπλουτοι. Ως προς τους πρόσφυγες και μετανάστες έχετε δίκιο, αλλά τα βλέμματα δεν έχουν μόνο απαξιωτικό χαρακτήρα, αλλ’ ενίοτε, όταν απευθύνονται (ή κυριολεκτικότερα καρφώνονται) στις γυναίκες της ανατολικής Ευρώπης, και απροκάλυπτα ερωτικό, όχι απαραιτήτως χυδαίο. Για τις μαντιλοφορούσες εξ Ανατολών δεν έχω γνώμη, αλλά συμπόνια. Προσωπικά γνώρισα αρκετά βλέμματα απαξίωσης, όχι όταν πριν από σαράντα χρόνια ταξίδεψα-πρώτη φορά και με τραίνο-στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην τότε πλούσια Δυτική Γερμανία του Οικονομικού Θαύματος για μεταπτυχιακές σπουδές. Ούτε όταν στις φοιτητικές διακοπές εργάσθηκα και ως γκασταρμπάιτερ (Gastarbeiter, ξένος εργάτης) σε εργοστάσια της Βαυαρίας. Αλλά πολύ αργότερα, στην ενοποιημένη Γερμανία ως Σάισαουσλέντερ (Scheissauslaender), σκατόξενος δηλαδή, παρότι τουρίστας και μάλιστα πριν από την οικονομική κρίση και την άκριτη απαξίωση των Ελλήνων συλλήβδην.
*Ο Κ.Π. Καβάφης, αλλά και άλλοι ποιητές επανέρχονται συχνά στο βιβλίο σας, γιατί;
-Θα έλεγα λόγω μάλλον κάποιας στοιχειώδους εκλεκτικής συγγένειας, περισσότερο με τον Καρυωτάκη, λιγότερο συγκριτικά με τον Καβάφη. Αλλ’ αιτίες είναι και η απίστευτης ποιητικής δύναμης συγκίνηση, που μού προκαλούν οι γήινοι άγιοι και οι πόρνες του Λειβαδίτη και ο θαυμασμός, που νιώθω για την υψηλής έμπνευσης και λατρευτικής υφής ελληνική γλώσσα του Ελύτη. Είναι κι η υποσυνείδητη προσπάθειά μου μιας άρον-άρον γεφύρωσης του ποιητικού-ποιοτικού χάους, που με χωρίζει και με πολλούς άλλους ποιητές.
*Στο ποίημα «Το τραίνο για την Ιθάκη» γράφετε: «Γιατί ήδη κατάλαβα κι οι Λάρισσες τι σημαίνουν». Αλήθεια τι σημαίνουν;
-Στο πνεύμα της απάντησής μου στην πρώτη σας ερώτηση, είναι το αντίστροφο του Καβάφη ταξίδι-παραίνεση για γνωριμία, εμπλουτισμό εμπειριών και απόλαυση τόπων και ανθρώπων κατά τη διαδρομή προς την Ιθάκη. Αυτά για μένα συνέβησαν. Τώρα απομένει η επιστροφή, αλλά και πάλι σαν η αέναη, στο μέτρο φυσικά της ζωής μου, επανάληψη της παρθενικής ηδονής του ταξιδιού.
*Αν έπρεπε να πάρετε το τρένο για έναν προορισμό, ποιος θα ήταν αυτός και γιατί;
-Ακόμη κι από τα Κίρουνα, τη βορειότερη πόλη της Σουηδίας, η Λάρισσα. Το γιατί, απαντήθηκε ήδη στις προηγούμενες έξι ερωτήσεις. Αλλ’ ας το επιβεβαιώσω κι εδώ. Σφραγίδα λοιπόν (έβδομη) και υπογραφή.