Ένας Ιρλανδός στα Όσκαρ!
Ο ΙΡΛΑΝΔΟΣ
(The Irishman)
Βιογραφικό Δράμα-Έγχρωμο- Διάρκεια: 209΄-Παραγωγή: Η.Π.Α, 2019- Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε- Σενάριο: Στίβεν Ζέιλιαν- Πρωταγωνιστούν: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Τζο Πέσι, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Άννα Πάκουιν, Ρέι Ρομάνο, Στίβεν Γκράχαμ, Μπόμπι Κανάβαλε-Κατάλληλο για άνω των 15 ετών.
Λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, ο άρρωστος και ηλικιωμένος Φρανκ Σίραν (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) αφηγείται τη ζωή που έζησε ως μέλος της μαφίας στις Η.Π.Α. Ο επονομαζόμενος ως «Ιρλανδός» περιγράφει τη γνωριμία του με τον μεγαλομαφιόζο Ράσελ Μπαφαλίνο (Τζο Πέσι) και τον ηγέτη του εργατικού συνδικάτου των Οδηγών Φορτηγών (Teamsters), Τζίμι Ριντλ Χόφα (Αλ Πατσίνο). Τα χρόνια που έζησε δίπλα τους ήταν γεμάτα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, αιματηρές συγκρούσεις με αντιπάλους και το άδοξο τέλος του Χόφα.
Η πολυδάπανη παραγωγή πέρασε μεγάλες περιπέτειες μέχρι να αποφασίσει το συνδρομητικό τηλεοπτικό δίκτυο Netflix να διαθέσει 159 εκατομμύρια δολάρια για την πραγματοποίησή της. Και όμως τα ονόματα των Μάρτιν Σκορσέζε και Στίβεν Ζέιλιαν, φημισμένου σεναριογράφου, αλλά και του Ρόμπερτ Ντε Νίρο που πρότεινε την ιστορία στον σκηνοθέτη, τελικά δεν έπεισαν όσους αρχικά είχαν δεχθεί να τη χρηματοδοτήσουν.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο σπουδαίος Ντε Νίρο διάβασε το βιβλίο I Heard you Paint Houses (2004) του Τσαρλς Μπραντ, στο οποίο ο συγγραφέας βιογραφεί τον Φρανκ Σίραν. Μετά την έκδοση του βιβλίου ο πραγματικός Σίραν ομολόγησε πως ο ίδιος δολοφόνησε τον Χόφα, και πως δεν εξαφανίστηκε όπως όλοι πίστευαν, αν και η παραδοχή του εγκλήματος αμφισβητήθηκε από πολλούς. Την υπόθεση του Τζίμι Χόφα πραγματεύτηκε και η ταινία «Hoffa» (1992) σε σκηνοθεσία Ντάνι Ντε Βίτο και σενάριο Ντέιβιντ Μάμετ. Στον ρόλο του Χόφα βρισκόταν ο Τζακ Νίκολσον. Συγκλονισμένος, λοιπόν, ο Ντε Νίρο από την ιστορία του Σίραν πρότεινε στον Σκορσέζε να τη σκηνοθετήσει και έτσι σήμερα έχουμε την τιμή να την παρακολουθούμε στους κινηματογράφους. Ο αρχικός τίτλος της ταινίας είναι ο τίτλος του βιβλίου, που στη γλώσσα της μαφίας δεν σημαίνει «έμαθα ότι βάφεις σπίτια», αλλά «έμαθα πως «καθαρίζεις» ανθρώπους».
Ο Σκορσέζε μας δίνει την εκδοχή του Σίραν για την ιστορία και αυτό το κάνει μέσα από αναδρομές στο παρελθόν, τις οποίες συνοδεύει το voice over του γηραιού ήρωα. Ξεκινά και ολοκληρώνει την ταινία του με έναν κύκλο. Ανοίγει την υπόθεση με την κάμερα να κινείται μέσα στον χώρο του ιδρύματος που νοσηλεύεται ο Σίραν. Τον πλησιάζει σαν να κινηματογραφεί ένα υποκειμενικό μονοπλάνο του σκηνοθέτη ή ενός δημοσιογράφου-εξομολογητή. Ο Σίραν κοιτάζει μέσα στον φακό ή μέσα στα μάτια του συνομιλητή ή ακόμα και μέσα στα μάτια του θεατή, μιλώντας για όσα προηγήθηκαν.
Στην πλοκή υπάρχουν άνθρωποι μέσω χαρακτήρων και φιγούρων που έχουν λόγο ύπαρξης. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα παρουσιάζουν τους ηθοποιούς ως τους ήρωες σε νεαρότερες ηλικίες και τις εμπειρίες που τους σημάδεψαν. Ο Σίραν στιγματίστηκε από τον πόλεμο και τα βιώματά του ως στρατιώτης. Δεν βγαίνει ποτέ από την ψυχολογία του οπλίτη που εκτελεί διαταγές και σκοτώνει αιχμαλώτους πολέμου. Παραμένει ένα όργανο, υπακούοντας στη συνέχεια στα δολοφονικά θελήματα των μεγάλων της μαφίας και όχι του στρατηγού Τζορτζ Πάτον. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο ενσαρκώνει τον Φρανκ με ψυχραιμία, σκληρότητα και αποδοχή της μοίρας του, η οποία από στρατιώτη τον κάνει μικροκακοποιό και κατόπιν πάλι δολοφόνο.
Χειρότερος, όμως, είναι ο Ράσελ Μπαφαλίνο. Ήρεμος, ύπουλος, αποφασίζει την εξαφάνιση των αντιπάλων χωρίς καν να το ζητά. Ο Τζο Πέσι κάνει τον Μπαφαλίνο απεχθή, έναν «λόρδο» της μαφίας που ακόμα και μετά από χρόνια δεν ξεχνά το πόσο υποδεέστερός του είναι ο Φρανκ. Το σενάριο και η σκηνοθεσία με απλές σκηνές δείχνουν τη διαφορά των δύο αντρών. Ο Φρανκ οδηγεί το αυτοκίνητο, αλλάζει λάστιχο, κάνει τις βρόμικες δουλειές και ο Ράσελ δεν λερώνει ποτέ τα χέρια του.
Αντιθέτως, ο Αλ Πατσίνο ως Τζίμι Χόφα, παρουσιάζει έναν περίπλοκο ήρωα. Πιο ορμητικός ο Πατσίνο χρησιμοποιεί το ισχυρό του υποκριτικό εκτόπισμα για τον «φωνακλά» και αγαπητό Χόφα. Με δυνατή φωνή, όπου χρειάζεται, σκηνοθετημένη αφέλεια σε άλλες περιπτώσεις και τυφλή αγάπη και πίστη προς τον Φρανκ, ο Πατσίνο δημιουργεί ένα θετικό, όσο μπορεί να είναι, προφίλ για τον θεωρούμενο ως εξαφανισμένο, μέχρι σήμερα, Χόφα.
Φωνή της συνείδησης του Φρανκ σε όλη του τη ζωή είναι η μία από τις τέσσερις κόρες του, η Πέγκι. Η οικογένεια να γνωρίζει τις «δραστηριότητές του» και τα «σπίτια που είχε βάψει» και είχε κλείσει με το αίμα των θυμάτων του. Ωστόσο, ο Ζέιλιαν έγραψε μόνο για εκείνη έναν σιωπηλό, αλλά σημαντικό, ρόλο που τον υποδύονται δύο ηθοποιοί σε διαφορετικές ηλικίες. Ο Σκορσέζε αποτυπώνει την αποδοκιμασία στα μάτια της κάθε φορά που ο πατέρας της κάνει κάτι κακό. Το βλέμμα της τον καρφώνει σαν να του λέει «αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό και το ξέρεις». Ο Φρανκ το νιώθει επάνω του, αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Λειτουργεί μέσα του ο «στρατιώτης», οπλισμένος σε έναν παράλογο πόλεμο.
Ο πόλεμος, όπως και η ζωή με τη μαφία, ενέχει τον φόβο του θανάτου. Αντίδοτο στον φόβο του θανάτου, σύμφωνα με τους Φρανκ και Ράσελ, είναι η προσευχή. Σε μια μεταξύ τους συζήτηση αναφέρουν το θέμα, καθώς βουτούν το ψωμί στο κρασί σαν να λαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία. Ο Σκορσέζε μας δείχνει με τον πιο χαρακτηριστικό και αριστουργηματικό τρόπο το πόσο κοντά ήταν στον θάνατο και το πόσο έτοιμοι ήταν για εκείνον με αυτή τη συμβολική σκηνή.
Αριστουργηματικός, όμως, είναι ο Σκορσέζε για όλα τα 209 λεπτά της ταινίας. Σας προτρέπω να μπείτε στις αίθουσες και να γευτείτε το μεράκι ενός μεγάλου σκηνοθέτη που ποτέ δεν επαναλαμβάνεται, αλλά πάντα προφέρει στο κοινό κινηματογραφικές οάσεις δημιουργικότητας, σκηνοθετικής συνέπειας και βραβείων Όσκαρ! *****/5
Από τη
Δέσποινα Τριανταφυλλίδου.
φιλόλογο, πτυχιούχο και υπ. διδάκτορα Τμήματος Κινηματογράφου
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.