Ο λαός τραγούδησε την ομορφιά της και τα ερωτικά της καμώματα: «Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρισσό κριάρια / και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλικάρια.. Μαρίτσα Πενταγιώτισσα, μωρή δασκαλοπούλα, / εσύ τα ’καμες ούλα!».
Με όχημα την ιστορία της θρυλικής Μαρίας του τόπου μας ο Μποστ και πάντα «σε ζωντανή σύνδεση» σαρκάζει τους θεσμούς και αμφιβάλλει για τη νέα κοινωνική πραγματικότητα.
Αυτό το «Μποστάνι» τα έχει όλα…
Διαβάζοντας ξανά σήμερα το έργο του Μέντη Μποσταντζόγλου αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως τι είναι αυτό που κινητοποίησε τη νεαρή τότε Λούλα Αναγνωστάκη - που σφράγισε τη μετέπειτα νεοελληνική δραματουργία- να γράψει το πρώτο της ουσιαστικά δημοσιευμένο κείμενο, στην Επιθεώρηση Τέχνης του 1962, αναφορικά με το πρώτο του σχεδόν θεατρικό έργο Όμορφη Πόλη υπερασπιζόμενη την ποιητικότητα και τον σουρεαλισμό της θεατρικής γραφής του Κωνσταντινουπολίτη καλλιτέχνη:
«Μοναδική μορφή στην ελληνική τέχνη και τα γράμματα ο Χρύσανθος Μέντης Μποσταντζόγλου, κατά συντομογραφία Μποστ - σκιτσογράφος, εικονογράφος, γελοιογράφος, ζωγράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, σατιρικός αρθρογράφος - κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος και μια βαθιά προσωπική σχέση με τις λέξεις που αποκτούσαν αυτονομία ως σχόλια αυθύπαρκτα η κάθε μια, χρησιμοποιώντας την καθαρεύουσα σε ακραία σύνταξη για να υπογραμμίσει την ημιμάθεια της εποχής του».
Το έργο του Μποστ τα έχει όλα: χιούμορ, συγκίνηση, πολιτικό στοχασμό, αγάπη για τους ανθρώπους, μα κυρίως δύο στοιχεία συχνά αντικρουόμενα στη νεοελληνική συνείδηση: τη λαϊκότητα και τη λογιοσύνη. Μπορεί να πει με λίγα πολλά και να θίξει με τη φαινομενική αλαφράδα του βαθιά ζητήματα του καιρού μας.
Σκηνοθεσία: Μ. Καρατζογιάννης. Ερμηνεύουν: Χρ. Χατζηπαναγιώτης, Β. Σταυροπούλου, Δ. Μαυρόπουλος, Αρ. Αγγέλου, Ηλ. Μελέτης, Χ. Γρηγορόπουλος, Γ. Δεπάστας.