-Το «Dogville» έχει χαρακτηριστεί ως ταινία σκληρή και βίαιη. Η θεατρική μεταφορά του είναι κάτι ανάλογο; Τι πραγματεύεται;
Το έργο μιλά για τις σκοτεινές πλευρές μιας κοινωνίας που έχει χάσει την ανθρωπιά και τις αξίες. Ξεγυμνώνει τα κατώτερα ένστικτα της ανθρώπινης φύσης, την εκμετάλλευση, τη βία, και την υποκρισία. Όταν δέχτηκα την πρόταση ομολογώ ότι εξεπλάγην, καθώς ήταν μια ταινία που είχα δει και για μένα ήταν μια πρόκληση. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια κλειστή κοινωνία, κατά τα άλλα φιλήσυχη που καλείται να προσφέρει καταφύγιο στην Γκρέις που υποδύομαι εγώ, η οποία κρύβεται από μια Συμμορία που την καταδιώκει. Γοητευμένη από την απλότητα και τις αγνές προθέσεις των κατοίκων, η Γκρέις παραδίδεται σ’ αυτούς άνευ όρων, για να αντιληφθεί σύντομα και με τον πιο σκληρό τρόπο, πως δεν υπάρχει προσφορά χωρίς τίμημα. Από τη μία στιγμή στην άλλη ο παράδεισός της, γίνεται η κόλασή της και εκείνη το υπομένει όχι γιατί είναι θύμα, αλλά γιατί θεωρεί ότι εκείνη μπορεί να συγχωρεί καθώς είναι ανώτερή τους... μέχρι τη στιγμή όμως που όλα θα αλλάξουν. Δεν θέλω να κάνω spoiler και να αποκαλύψω το τέλος-για εκείνους που δεν έχουν δει την ταινία-, που είναι και από τις πιο δυνατές και συνταρακτικές στιγμές του έργου.
-Στην παράσταση υποδύεσαι την Γκρέις. Πόσο δύσκολο ήταν για σένα να μπεις στο πετσί του ρόλου, δεδομένου ότι πρόκειται για μια γυναίκα που δέχεται αδυσώπητη βία (χλευασμό, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση κ.α.);
Η αλήθεια είναι ένα πολύ σκληρό έργο, που μιλάει για τη βία. Συνήθως ταυτίζομαι με τους ρόλους ή έχω έστω κάποια κοινά. Είναι η πρώτη φορά που λέω «όχι εγώ δεν έχω καμία σχέση με την Γκρέις». Είναι πολύ κόντρα ρόλος. Η Γκρέις έχει ένα «χάρισμα» να συγχωρεί τα πάντα σε σημείο που καταλήγει να γίνεται υπεροπτικό. Είναι θύμα, αλλά έχει τον εαυτό της πάνω από όλους, τους συγχωρεί γιατί είναι κατώτεροι, γιατί πιστεύει ότι αυτό έμαθαν και αυτό κάνουν. Στην παράσταση υπάρχουν οριακά βίαιες σκηνές. Ο σκηνοθέτης και πολύ σοφά κατ’ εμέ, επέλεξε μια πιο συμβολική προσέγγιση των βίαιων σκηνών. Είναι όμως γενικότερα η ατμόσφαιρα βίαιη. Τα θέματα της βίας, εκμετάλλευσης αφορούν τους πάντες. Αυτό το έργο έχει πολλή ανθρωπιά με ένα περίεργο τρόπο. Είναι ένα έργο που μπορεί να σε προβληματίσει βαθιά.
-Σε αγχώνει πώς θα το αντιμετωπίσει το θεατρόφιλο κοινό; Μια ταινία αριστούργημα με την υπογραφή του «μάστορα» του σινεμά, Λάρς Φον Τρίερ, που μεταφέρεται στο θέατρο. Σε φοβίζει η σύγκριση;
Αν κάποιος έρθει με σκοπό να συγκρίνει την παράσταση με την ταινία, τότε σίγουρα η μπάλα έχει χαθεί. Είναι κάτι άλλο η παράσταση. Είναι δύσκολο ακόμη και για μένα σαν ηθοποιό. Ομολογώ ότι η ταινία με είχε επηρεάσει. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να μην την είχα δει. Μπορεί να ήμουν πιο απελευθερωμένη. Είναι μια τεράστια ταινία. Ο πήχης είναι ψηλά. Έχεις να αναμετρηθείς με ένα βουνό, τον Τρίερ. Για μένα πολύ σωστά έπραξε ο σκηνοθέτης και δεν πήγε να κάνει μια αντιγραφή της ταινίας. Μόνο και μόνο η συνθήκη ότι 5 άτομα καλούνται να ενσαρκώσουν πολλούς ρόλους, είναι από μόνο του κάτι που κάνει τη διαφορά.
-Ο περισσότερος κόσμος σε γνωρίζει από την ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μ. Μανουσάκη και τη «Ζωή εν τάφω» που προβάλλεται αυτή την περίοδο στην ΕΡΤ. Μπορείς να μην έχεις πολλά χρόνια στο χώρο, ήδη όμως έχεις κάνει πολύ σημαντικά κινηματογραφικά και θεατρικά βήματα. Πόσο συχνά συμβαίνει κάτι τέτοιο σε ένα νέο ηθοποιό σήμερα;
Είναι αλήθεια ότι νιώθω πολύ τυχερή και ευγνώμων. Αυτή η δουλειά θέλει τύχη, πίστη και επιμονή. Είναι μια κακή περίοδος για όλους αλλά ακόμη και σε αυτούς τους καιρούς αν το παλεύεις πολύ κάτι γίνεται. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο θέατρο με τη Μένια Παπαδημητρίου «Το μάθημα του Ιονέσκο» και από εκεί ξεκίνησε να κυλά το πράγμα. Η πρώτη κινηματογραφική μου εμφάνιση ήταν στο «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μανούσου Μανουσάκη. Η δεύτερή μου δουλειά τηλεοπτική είναι η «Ζωή εν τάφω» στην ΕΡΤ. Αισθάνομαι τυχερή γιατί μπορώ και επιβιώνω από αυτό. Δεν το πίστευα ποτέ. Όταν σπούδαζα αλλά και μετά για ένα διάστημα δούλευα ως ηθοποιός και παράλληλα έκανα και το κλασικό επάγγελμα του ηθοποιού, σερβιτόρος. Τώρα που ζω και καλά από αυτό, νιώθω τρομερά τυχερή. Αυτά πρέπει να τα λέμε γιατί δεν είναι δεδομένα. Είναι ένα επάγγελμα που απαιτεί χρόνο και να έχεις μια σωματική υγεία. Αν τα βράδια δουλεύεις και μετά πρέπει να πας για πρόβα, αυτό είναι εξαντλητικό. Φθείρεσαι.
-Ύστερα μπήκε το Θεσσαλικό στη ζωή σου...
Μόλις τελείωσα τα γυρίσματα για το «Η Ζωή εν τάφω», με πήρε τηλέφωνο ο σκηνοθέτης Κώστας Λαμπρούλης. Το είδα ως μια πολύ ωραία ευκαιρία γιατί είναι ένα πολύ ωραίο έργο, γιατί είναι το Θεσσαλικό Θέατρο, είναι μια νέα πόλη. Είμαι στη Λάρισα από τις 14 Γενάρη και ομολογώ ότι μου αρέσει πολύ. Άνετα θα μπορούσα να ζήσω εδώ.
-Με τους υπόλοιπους ηθοποιούς της παράστασης δέσατε; Μέχρι πότε θα παίζεται το Dogville;
Από την πρώτη στιγμή και περνάμε πολύ ωραία. Ο θίασος είναι μικρός είμαστε 5 άτομα, αλλά οι ρόλοι είναι πολλοί. Ο Θανάσης Ζέρβας, η Ανδρομάχη Μακρίδου, ο Δημήτρης Μαμιός, ο Αλέξανδρος Μούκανος, ο σκηνοθέτης μας αλλά και όλοι όσοι εργάζονται για την παράσταση είναι υπέροχοι. Όπως υπέροχο είναι και το Θέατρο του Μύλου. Μόλις πατάς στο σανίδι του, νιώθεις την ιστορία του. Η παράσταση θα πάει μέχρι τις 19 Απριλίου και ελπίζω ο κόσμος να την αγκαλιάσει.