«Στα εγκαίνια μιας έκθεσης, πολύ λίγα καταφέρνει να αποκομίσει ο θεατής, ίσως μια γενική εντύπωση του όλου, ενώ ελάχιστα προλαβαίνει να περιεργαστεί τα επιμέρους. Έτσι, μετά τις γιορτές, επανήλθα να απολαύσω τα έργα του Α. Γιαννούτσου στη Δημοτική Πινακοθήκη. Ακολούθησε η συνέντευξη του καλλιτέχνη στην «Ε», οπότε λίγα πράγματα απέμειναν να πει κανείς για τη δουλειά που παρουσίασε στην Δ.Π.Λ.- Μ.Γ.Ι.Κ. Γιατί ο Γιαννούτσος, παράλληλα με την εικαστική του κλίση, χειρίζεται άνετα τον λόγο και μάλιστα με μια ποιητική εκφραστικότητα. Αυτή ήταν εμφανής στην ίδια την έκθεση, όπου τα κείμενα και οι τίτλοι των έργων του συμπληρώνουν ή ερμηνεύουν ποιητικά- πολλές φορές με ένα υποδόριο χιούμορ, συνήθως υπαινικτικά, με αναφορές στην Αρχαιότητα ή τη λογοτεχνία κ.λ.π.- το εικαστικό μήνυμα.
Ο ρόλος λοιπόν αυτού του άρθρου είναι να κάνει μια περιγραφική ανασκόπηση της πλούσιας αυτής έκθεσης, η οποία τελείωσε την Κυριακή 31/ 1, έτσι ώστε να ενημερώσει όσους δεν την είδαν, για ένα σημαντικό εικαστικό γεγονός της πόλης μας.
Η έκθεση περιλάμβανε έργα ζωγραφικής, σχέδια και μικρές κατασκευές- αντικείμενα τα χαρακτηρίζει ο ίδιος. Οι τελευταίες ήταν κυρίως συνθέσεις με ξύλα της θάλασσας, objets trouves («ευρεθέντα αντικείμενα» κατά τους υπερρεαλιστές), με ελάχιστη επέμβαση του καλλιτέχνη. Τα σχέδιά του παρουσιάζουν ενδιαφέρον γιατί μπορούν να ιδωθούν ως αυτόνομα βεβαίως έργα, αλλά και ως το ασπρόμαυρο πρόπλασμα κάποιων ιδεών που αναπτύσσονται στους έγχρωμους, μεγάλου μεγέθους πίνακες. Απεικονίζουν φιγούρες σε κίνηση, συμπλεκόμενες, συνωστισμένες, ή σε στάσεις απροσδιόριστες, αέρινες αλλά και κατά περίεργο τρόπο συμπαγείς ως σύνολα. Ίσως όμως, το πιο δυνατό σημείο της δουλειάς του Γιαννούτσου βρίσκεται στο χρώμα και την αξιοποίησή του- και πάντα ήταν έτσι. Είτε είναι μεγάλες επιφάνειες καθαρού, έντονου χρώματος σε αφηρημένες εκφράσεις συναισθημάτων και καταστάσεων. Είτε είναι παραστάσεις ανθρώπινων σωμάτων ή και μεμονωμένων μελών που συμπλέκονται- κυρίες τις θέλει ο καλλιτέχνης, αν και τις πιο πολλές φορές παρουσιάζονται ως «αντικειμενικά» όντα, επίπεδα, κυρίως μετωπικά, σε ανάπαυλα, χωρίς δηλωμένες προθέσεις. Ελάχιστες συγκεκριμένες, μεμονωμένες μορφές, με ασαφή όμως χαρακτηριστικά του προσώπου σε μπούστο, ελάχιστα τοπία ή νεκρές φύσεις. Όλα αυτά σε εντυπωσιακά, θερμά χρώματα ακόμα κι όταν είναι γαλάζια, πράσινα ή άλλα κλασικά θεωρούμενα ως ψυχρά. Και ενώ στους περισσότερους πίνακες χρησιμοποιούνται μικτά υλικά, αυτά υποτάσσονται στην προτεραιότητα του χρώματος και δεν προβάλλουν την ποικιλία τους ή τον δυνητικά τρισδιάστατο χαρακτήρα τους. Είναι πίνακες κυρίως των δύο διαστάσεων, σπάνια υπαινίσσονται το βάθος.
Η γενική εικόνα, διδακτική σε κάθε νέο καλλιτέχνη αλλά και ενδιαφερόμενο θεατή, ήταν μια αίθουσα πλημμυρισμένη από χρώματα, με αισιόδοξο αλλά στιβαρό και συνειδητό, ώριμο χαρακτήρα, με τις μικρές ολιγοχρωμικές ανάπαυλες των σχεδίων και των κατασκευών».