Χαρακτηριστικά, το σώμα της performer Ρούλας Καραφέρη, ως ένα κινητικό γλυπτό, αναδυόταν στο σκοτάδι του δωματίου βυθιζόμενο στον δαίδαλο των projections των ζωγραφικών «Συνάψεων» της εικαστικού Νόρας Θεοδοσιάδου, αποκαλύπτοντας στην κίνησή του μια ενέργεια ζωτική: τη μετουσίωση της ελεύθερης γραφής της μελάνης πάνω στον καμβά, προτείνοντας διεπικοινωνία και εξερεύνηση διεπαφών μέσα από τη σωματική δράση της performer. Δύο ενέργειες μαζί, δύο αυθόρμητες εικαστικές ασυνείδητες σκέψεις, κίνηση και ζωγραφική, τέμνονταν στο βωμό των εσωτερικών τους παρορμήσεων. Η ιδιότυπη εικαστική γραφή της Νόρας Θεοδοσιάδου με αναφορές στον Αφαιρετικό εξπρεσιονισμό και Αυτοματισμό, ήταν το υπόλειμμα, το ορατό ίχνος, το κατάλοιπο της στιγμής της εικαστικής δημιουργίας. Σε αλληλεπίδραση, το σώμα και η κίνηση της Ρούλας Καραφέρη ήταν η επέκταση του εικαστικού αντικειμένου, η δόνηση, ο πνευματικός πυροκροτητής. Η performance μετατρεπόταν σε μία παλλόμενη σύναψη: Το σώμα εξέπεμπε τα αντισυμβατικά του σήματα σε συνδυασμό με το ηχητικό τοπίο, τολμούσε να αγγίζει το ασυνείδητο γεννώντας μια αίσθηση αρχέτυπης εικαστικής γλώσσας. Η Ρούλα Καραφέρη τοποθετούσε το σώμα της σε επέκταση με τα έργα της Νόρας Θεοδοσιάδου σαν μία ζωντανή πινελιά, έβλεπε το σώμα της ως ένα «εσωτερικό εργαλείο» και ως μία άλλη «διάσταση» των έργων της εικαστικού. Η ανθρώπινη παρουσία κινητοποιούταν σε έναν ενεργό εξελισσόμενο πραγματικό τόπο καθορίζοντας ελεύθερα το περιεχόμενο της σχέσης που επιδίωκε να έχει. Ο εκτελεστής, ισότιμο μέλος της performance, ανέπτυσσε μια εξελισσόμενη συνομιλία με την εικόνα και τον ήχο, διαμορφώνοντας και εξελίσσοντας διαλογικά την ασταθή συμπεριφορά τους. Ο συνδυασμός της προβολής - των έργων - της κίνησης - του σώματος - και της δόνησης - της μουσικής ενοποιούνταν μέσα από μια αμοιβαία εξάρτηση και αλληλεπίδραση σε μια νέα πρωτότυπη εικαστική - οργανική ολότητα. Μια αυθεντική εμπειρία κοινού συγχρονισμού με τον συμμετέχοντα - παρόντα θεατή. Η performance εμπεριείχε τη σωματική άμεση παρουσία των θεατών, που λαμβάνονταν ως συντελεστές, συμπαραγωγοί και ομοσυντάκτες των γεγονότων. Μέσα από την είσοδό τους στον χώρο, τη στατική ή τη σε κίνηση παρουσία τους εισάγονταν ως ακροατήριο στην εικαστική δράση. Έτσι δημιουργούταν ένας κοινός συμμετοχικός σωματικός χώρος, ως πεδίου ενέργειας, που διαρρηγνυόταν, παραβιαζόταν, αλλά και εξαπλωνόταν. Ένα έργο άμεσο προς το κοινό, τόνισε την κοινωνική επέκταση της αγνότητας και της αυθεντικότητάς του. Ήταν ζωντανό, δεν έχει κανόνες, ούτε οδηγίες, πειραματίστηκε όντας σε διάλογο με την εικαστική δημιουργία και τον ήχο έτσι ώστε να μετατραπεί σε ψυχικά εγχάρακτο.
Βαλεντίνη Μαργαριτοπούλου
Επιμελήτρια – μουσειολόγος