Έτσι ο Gloucester αναφέρεται και στο κωμικό στοιχείο που μπορεί να έχει κάποιος σε μία συμπεριφορά ή τρόπο σκέψης και λειτουργίας χωρίς να το βλέπει και το οποίο μπορεί να έχει ακόμη και τραγικές συνέπειες. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Jonathan Munby είδε ζωτικά το χιούμορ (humour = πνεύμα) του Σαίξπηρ που περιέχεται στην τραγωδία. Η μοιρασιά του βασιλείου του με τον Lear να κραδαίνει το ψαλίδι – με το οποίο κόβει τον χάρτη σε κομμάτια – περιμένοντας ν’ ακούσει αυτά που θέλει και τις κόρες του να βγάζουν λόγο για να του δώσουν τις απαντήσεις τους, είναι εξόχως κωμική. Τη βλέπεις, γελάς και λες ότι δεν είναι δυνατόν να εννοεί στα σοβαρά ότι περιμένει μια τέτοια απόφαση να εξαρτάται από τη δημόσια διακήρυξη της αγάπης που έχουν οι κόρες του για εκείνον με αυτόν τον τρόπο. Σ’ αυτό αντιδρά και η Cordelia με τη δική της απάντηση. Η Kent προσπαθεί να τον συνετίσει και παρεμβαίνει. «Μη μπαίνεις ανάμεσα στον δράκοντα και την οργή του», λέει ο Lear. Μετά την κωμικότητα, η τραγωδία έχει δείξει το πρόσωπό της και έχει πάρει τον δρόμο της. Το χιούμορ συνεχίζει να υπάρχει φυσικά και σε άλλα σημεία της παράστασης – όπως το έγραψε ο Σαίξπηρ και κυρίως με τον τρόπο που το ανέδειξε o Jonathan Munby – όπως αλλάζουν οι ανάσες καθώς ρέει το αίμα στο σώμα του δράματος.
Ως γνωστόν, το θέατρο εξ ορισμού δεν δίνει απαντήσεις αλλά (ξανα)θέτει ερωτήματα μέσα από την κάθε μοναδική και ανεπανάληπτη στιγμή εδώ και τώρα. Ο ρόλος βρίσκει την αλήθεια του (α + λήθη) καθώς η φωνή του αρθρώνεται από τον ηθοποιό που θα δώσει σάρκα και οστά στον χαρακτήρα όπως δεν το έχει κάνει κανείς ποτέ ξανά πριν ή μετά. Ούτε καν αυτός ο ίδιος ηθοποιός. Ο Ian McKellen είναι μία φυσική δύναμη της σκηνής – και της οθόνης – απέραντης γενναιοδωρίας. Ο μεγάλος άντρας απογυμνώνει την υπόσταση του Lear μέσα από τις πιο μύχιες ανεπαίσθητες εκφράσεις στις αποχρώσεις της πορείας του και ηλεκτρίζει ανεξίτηλα όλες τις αισθήσεις. Το λιοντάρι χάνει το βασίλειό του από τις κόρες του που έκαψαν τη γούνα του στον βωμό της ματαιοδοξίας τους. Η Cordelia του έδειξε την αγάπη της και με την απάντησή της. Η γλυκιά Anita-Joy Uwajeh είναι ξεκάθαρη στη συνέπειά της: μία βασιλοπούλα με ελεύθερο πνεύμα χάρη στο οποίο παίρνει και δίνει μόνο αγάπη. Ο Lear και οι άλλες κόρες επέλεξαν το μερίδιό τους. Η Claire Price και ο Daniel Rabin ζωντανεύουν με καίριο παλμό την απληστία της Goneril και του συζύγου της Cornwall αντίστοιχα. Από την άλλη, η απολαυστικά ιδιοφυής Kirsty Bushell ως Regan και ο στιβαρός Anthony Howell ως Albany έχουν τις δικές τους διαφορές ως ζευγάρι. Ο Edmund του έξοχου James Corrigan βλέπει τον κόσμο ως μία σκηνή γελοίων ανόητων που τους χειραγωγεί. Για να πετύχει τους σκοπούς του, δεν διστάζει να προσποιηθεί ακόμη και τον παλιάτσο. Όπως προσποιείται όλα τα συναισθήματα τα οποία περιφρονεί μαζί με όλους τους ανθρώπους. Όπως δεν διστάζει να κάνει οτιδήποτε. Στα μάτια του, καμία προσποιητή γελοιότητα δεν είναι τίποτα σε σχέση με την πραγματική. Ο Oswald δεν έχει αυτή την επίγνωση. Ο Michael Matus είναι θαυμάσιος.
Στο παράλογο της διχόνοιας, ο κόσμος είναι γεμάτος ανόητους τρελούς. Ο τρελός (γελωτοποιός) του Lear τον συντροφεύει ως οδηγός που κρατά ένα φως για το σκοτάδι. Ο Lloyd Hutchinson είναι υπέροχος. Ποιος είναι όμως ο πιο τρελός; Ποια ανοησία οδηγεί (σ)τη μεγαλύτερη τρέλα; Ο Edmund κατέστρεψε ακόμη και τον πατέρα του, τον Gloucester και τον αδερφό του Edgar. Ο Edgar είναι σπαρακτικός στη λεπτή κόψη του τραγικού πίσω από το προσωπείο της τρέλας μίας άγριας κωμωδίας της πρωτογένειας. Ο Luke Thompson είναι εκπληκτικός. Ο εξαίσιος Danny Webb είναι ίσως ο καλύτερος Gloucester που έχω δει. Η παρουσία του προσφέρει το ιδανικό ισοδύναμο στον Lear του McKellen – όπως απαιτεί και ο ρόλος – με λεπτές διακυμάνσεις από τις εντάσεις της ισχυρογνωμοσύνης στην απόγνωση και τη μετάνοια παρέχοντας οξυγόνο στις παλλόμενες φλέβες του ρόλου σε μία ερμηνεία μοναδικού μεγέθους – όπως απαιτούν και η τραγωδία και το θέατρο εν γένει. Η μεγάλη κυρία της υποκριτικής Sinéad Cusack είναι αβίαστα συνταρακτική ως Kent: με εύφορες φωτοσκιάσεις στη μεταμόρφωσή της, αφοσιωμένη στον Lear μέχρι τέλους της επίγειας διαδρομής και όχι μόνο. Οι Richard Clews, John Hastings, Caleb Roberts, Jake Mann και Scott Sparrow, James Millard, Johanne Murdock, Jessica Murrain και John Vernon είναι άψογοι και σε γκάμα ρόλων και ως σύνολο. Οι σκηνές «πλήθους» είναι κομβικά υποβλητικές και οργανικά καταλυτικές στην ποιητική τους έμπνευση. Οι άνθρωποι που εμφανίζονται νευραλγικά ως εικόνα αντανάκλασης από τη συνείδηση του Lear, είναι ο Χορός της τραγωδίας που δεν έχει φωνή και δεν τους έβλεπε πριν επειδή δεν τους άκουγε. Όπως δεν άκουγε κανέναν. Ούτε καν τον εαυτό του. Η συνοδεία του Lear και της Cordelia πριν από το τέλος, άλλη μία έξοχη σύλληψη και εκτέλεση: όλοι τους σε θέση άμυνας και επίθεσης εν μέσω εμπόλεμης κατάστασης στη σκηνή των παράλογων συγκρούσεων.
Η τραγωδία κλιμακώνεται μ’ έναν τελικό απολογισμό σωμάτων που δεν αναπνέουν πια. Όσες φορές και έχει ξαναδεί κανείς το έργο, ο θεατής καθηλώνεται σε εγρήγορση παρακολουθώντας τον McKellen και περιμένοντας να δει τι θα γίνει στη συνέχεια. Αφού ο τιτάνια ευάλωτος Lear εκπνεύσει την τελευταία του ανάσα, ο ανυπέρβλητος McKellen συνεχίζει να παραδίδει επί σκηνής το απαράμιλλό του masterclass υποκριτικής αναφορικά με το ταξίδι της ανθρώπινης ύπαρξης που εκφράζει το θέατρο. Το γεγονός ότι αυτή η παράσταση μαγνητοσκοπήθηκε δεν είναι απλά σημαντικό. Είναι ανεκτίμητο.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας
ηθοποιός
* Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το site «Επί Σκηνής - Το θέατρο στο διαδίκτυο». Η παράσταση με τον μεγάλο ηθοποιό στον ομώνυμο ρόλο ανέβηκε στο Duke of York’s Theatre στο Λονδίνο και μεταδόθηκε σε μαγνητοσκόπηση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.