Για πάρα πολλά χρόνια, η Δέσποινα Αχλαδιώτη ύψωνε την ελληνική σημαία στο ακριτικό νησί της Ρω, που απέχει ελάχιστα ναυτικά μίλια από το Καστελόριζο. Πώς βρέθηκε όμως στη Ρω; Πώς ζούσε; Τι αισθανόταν; Γιατί επέλεξε αυτόν τον τρόπο ζωής; Τα ντοκουμέντα για τη ζωή της είναι ελάχιστα, ένα ταξίδι και ένα παιχνίδι μέσα από το αεροπλάνο ήταν η «αιτία» για να ξεκινήσουν τη δική τους έρευνα η Φωτεινή Μπαξεβάνη και η σκηνοθέτις Κατερίνα Μπερδέκα. Το υλικό που συγκέντρωσαν το έδωσαν στον συγγραφέα Γιάννη Σκαραγκά και το αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο «Η Κυρά της Ρω» και η θεατρική παράσταση. Οι Λαρισαίοι θα έχουν τη δυνατότητα να την παρακολουθήσουν στο πλαίσιο της Θεατρικής Άνοιξης 2018, την Τετάρτη 16 και την Πέμπτη 17 Μαΐου.
Συναντήσαμε την Φωτεινή Μπαξεβάνη στη Λάρισα, λίγες ημέρες πριν την παράσταση και πρόθημα δέχτηκε να ξετυλίξει την ιστορία της Κυράς της Ρω. «Μπήκαμε» μαζί της στο αεροπλάνο και ξεκινήσαμε το ταξίδι από την Κύπρο προς την Αθήνα. Ο θεατρικός μονόλογος εξηγεί ότι οφείλεται σε ένα παιχνίδι «κοιτούσα από ψηλά τα νησιά και προσπαθούσα να τα αναγνωρίσω κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου από την Κύπρο προς την Αθήνα. Έκλεινα πάντα παράθυρο για να παίζω αυτό το παιχνίδι και να περνά ευχάριστα η ώρα», λέει, «μέχρι που ανακάλυψα πού ακριβώς βρίσκεται το Καστελόριζο, αυτό το μικρό νησί που στον χάρτη έχουμε συνηθίσει να το βλέπουμε ένθετο σε ένα κουτάκι. Όταν το “ανακάλυψα” άρχισα να διαβάζω ώσπου έφτασα στη Ρω, στη βραχονησίδα, με τη Δέσποινα Αχλαδιώτη και τη σημαία».
Ο ΕΡΩΤΑΣ
Η Φωτεινή Μπαξεβάνη καθώς παρουσιάζει την Κυρά της Ρω, στέκεται στη δύναμη ζωής που εξέπεμπε αυτή η γυναίκα, στη χαρά, στην απλότητα, στη σοφία. Όπως πολλές καταστάσεις στη ζωή έτσι και για την Κυρά της Ρω «ο έρωτας ήταν η αφορμή για την απόφασή της να πάει στη Ρω», εξηγεί και συνεχίζει «ακολούθησε τον αγαπημένο της, κόντρα στην οικογένειά της. Η Δέσποινα Αχλαδιώτη έζησε από το 1890 έως το 1982 ήταν από πλούσια οικογένεια, τα προικοσύμφωνα τότε είχαν μεγάλη δύναμη, η οικογένειά της ήθελε να επιλέξει ποιον θα παντρευτεί αλλά εκείνη ερωτεύτηκε τον βοσκό του πατέρα της. Υποστήριξε την επιλογή της, την αποκλήρωσαν και έφυγε με τον άντρα της και τα ζώα τους για τη Ρω. Κι εκείνος μετά από 13 χρόνια της πέθανε. Άναψε φωτιές για να τους δουν οι ψαράδες ζητώντας βοήθεια, μάταια δεν τους έβλεπε κανείς. Έβαλε τον άντρα της στη βάρκα, δεν τον πρόλαβε, της πέθανε από καρδιά. Από τα ανοιχτά τους μάζεψαν κάποιοι ψαράδες». Και προσθέτει «ακόμα και τότε δεν έφυγε παρέμεινε στη Ρω, φέρνοντας στη βραχονησίδα την τυφλή μάνα της. Δεν άφησε το σπίτι της, τα ζώα της, έμεινε εκεί για να τα υπερασπιστεί». Η ιστορία ξεδιπλώνεται και «το 1943 εκκενώνεται το Καστελόριζο εκείνη παραμένει εκεί μόνη της και μέχρι το 1982 που πέθανε έκατσε μόνη της και στήριξε την επιλογή της. Στον τόπο που πήγε με τον άνθρωπο που αγάπησε, που ήταν η επιλογή της, που τη στήριξε μέχρι τέλους. Θεωρώ ότι εκείνες τις στιγμές ψάχνεις να βρεις και κάποιο νόημα στη ζωή. Εκείνη βρίσκει αυτό στη σημαία. Για να ζει στον τόπο που διάλεξε πρέπει αυτός ο τόπος να είναι ελληνικός. Τα νησάκια αυτά τα διεκδικεί όλος ο κόσμος και κράτησε το έδαφος ελληνικό, για να μείνει στο σπίτι της».
Όλα ξεκινούν από μια ανάγκη, αναφέρει η ηθοποιός «κανείς δεν ξεκινάει μια μέρα και λέει “εγώ θα γίνω ήρωας, θα με γράψει η ιστορία ας κάνω κάτι ηρωικό”. Κράτησε Θερμοπύλες αυτή η γυναίκα, ήταν κάτοικος του νησιού και το κράτησε ελληνικό σε όλη της τη ζωή. Έκανε τη διαφορά γιατί τη θεώρησαν αμελητέα ποσότητα. Θα έλεγαν όλοι “έλα μωρέ μια τρελή γριά είναι, εύκολα τη βγάζουμε από τη μέση”. Επί ιταλικής κατοχής της πήγαιναν την ιταλική σημαία και εκείνη συνέχιζε να ανεβάζει την ελληνική και έλεγαν “τι ασχολείστε με την τρελή τη γιαγιά αφήστε την”. Αυτή όμως η αμελητέα ποσότητα, αυτή η γιαγιά έκανε τη διαφορά».
Η ΜΗΤΕΡΑ
Μέσα από την κυρά της Ρω η Φωτεινή Μπαξεβάνη βρίσκει όπως αναφέρει το κέντρο βάρους της, τους στόχους της, την πορεία της. «Με έκανε να αρχίσω να πιστεύω σε κάποια πράγματα τα οποία έχουν να κάνουν με κάποιες βασικές ανθρώπινες πράξεις και ανάγκες, με μια πίστη που μπορεί να έχει να κάνει με την ίδια τη ζωή, με τον έρωτα. Με όλα αυτά που θεωρούμε δεδομένα και δεν τα εκτιμούμε. Όταν σήμερα μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου είναι σε κατάθλιψη και με σπασμένα τα φτερά, πιστεύω ότι μέσα από μια τέτοια ιστορία αποκτά μια πίστη και ένα χαμόγελο και μια αισιοδοξία γιατί αρχίζει να εκτιμά αυτά που έχει».
Η ηθοποιός υπογραμμίζει ότι «οι περισσότεροι είμαστε σε μια φάση που έχουμε ένα παράπονο, έναν καημό και θέλουμε κάπου να τον πούμε. Μαζί της μέσω της παράστασης ξαλαφρώνουμε. Είναι σαν να της λέμε τον καημό μας και εκείνη μας παρηγορεί και μας εμψυχώνει και συνεχίζουμε στη ζωή».
Η παράσταση θα συνεχίσει και το καλοκαίρι την περιοδεία της. Το όνειρο της Φωτεινής Μπαξεβάνη είναι να το έργο να ταξιδέψει και στα πιο ακριτικά μέρη της Ελλάδας, στα πιο μικρά χωριά και νησάκια «αν μας στηρίξει κάπως και το κράτος αυτό θα μπορέσει να επιτευχθεί», λέει.
Της Ζωής Παρμάκη