Σύμφωνα με τον W. Puchner, «o όρος ‘εφαρμοσμένη λαογραφία’ περιγράφει ένα φαινόμενο ‘χρήσης’ και μια πρακτική, η οποία συναντιέται κυρίως στις τέχνες αλλά δεν είναι άγνωστη και στην επιστήμη: η ‘χρήση’ στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού σε γνωστικά πεδία και επίπεδα της κουλτούρας που δεν ανήκουν πια σ’ αυτόν».
Στην τραυματισμένη από πολέμους και καταστροφές Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα, οι λογοτέχνες του Μεσοπολέμου -η περίφημη Γενιά του ’30- στρέφονται στην ελληνική παράδοση σε μια προσπάθεια απόκτησης πολιτισμικής ταυτότητας και ιθαγένειας. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούν και οι Έλληνες εικαστικοί της περιόδου αυτής, συγκεράζοντας στο έργο τους τόσο τα πρωτοποριακά εικαστικά ρεύματα της Ευρώπης όσο και στοιχεία της τέχνης της Αρχαιότητας, του Βυζαντίου, της ελληνικής παράδοσης και του λαϊκού πολιτισμού.
Ο Κλεάνθης Χατζηνίκος, ο Λαρισαίος σύγχρονός μας καλλιτέχνης, θεωρώντας τον εαυτό του συνεχιστή της γενιάς αυτής, εφόσον μαθήτευσε και συνεργάστηκε για χρόνια με τον Γιάννη Τσαρούχη (βασικό εκπρόσωπο της Γενιάς του ΄30), «εφαρμόζει» τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό στο έργο του και μέσω της τέχνης του μας τον «παραδίδει».
Στην έκθεση «Ελληνική Διαχρονικότητα Λαογραφίας και Εθνογραφίας» που παρατείνεται στους εκθεσιακούς χώρους της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας- Μουσείο Γ.Ι.Κατσίγρα, ο Κλεάνθης Χατζηνίκος ερευνά και καταγράφει ήθη, έθιμα και αντικείμενα της ελληνικής λαϊκής τέχνης και παράδοσης, κυρίως της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, κι έπειτα τα «αναβιώνει» στους μνημειακών διαστάσεων καμβάδες του. Γάμοι, χοροί, γιορτές, ο εορτασμός του καρναβαλιού, η ζωή των τσιγγάνων, υπαίθρια επαγγέλματα που δε συναντάμε πια και μουσικοί της παράδοσης πρωταγωνιστούν στα έργα του.
Ο Χατζηνίκος μελετά διεξοδικά την υφαντική τέχνη, που αποτελεί προϊόν κυρίως γυναικείας δημιουργίας και ίσως το πιο σημαντικό μέρος της ελληνικής χειροτεχνίας, κι εμπνέεται από αυτή. Παρατηρεί τις διαφορές στις φόρμες και στα χρώματα από τόπο σε τόπο. Για παράδειγμα, το πώς αποδίδεται με πρωτοτυπία η ανθρώπινη μορφή στις υφαντές πάντες του Ασπροποτάμου σε αντιδιαστολή με τη γεωμετρικότητα της λαϊκής τέχνης των Σαρακατσάνων. Η παλέτα του επηρεάζεται άμεσα από τη διαχρωματική διακοσμητικότητα των Βλάχων. Τα χρώματά του πλακάτα, χωρίς ψευδαιθητικές διαβαθμίσεις στην τονικότητα, καθορίζονται από σαφή περιγράμματα. Χρώματα λαμπερά, ενθουσιώδη, που εγκλωβίζουν το θεατή στις χαρές της ζωής. Χρώματα που λειτουργούν ως η εσωτερική πηγή φωτός για την κάθε σύνθεση. Χρώματα που ο ζωγράφος αντλεί από τη λαϊκή τέχνη κι εκείνη με τη σειρά της από την ελληνική φύση.
Ο Χατζηνίκος με το έργο του μας προσφέρει τη γνώση αυτού του άμεσου τοπικού ιστορικού παρελθόντος, η οποία μας επιτρέπει να συνδεθούμε, με ένα τρόπο εικαστικό, με τον τόπο που κατοικούμε και με το πώς βιώθηκε από τις προηγούμενες γενιές. «Η παράδοση» σημειώνει η καθηγήτρια Λαογραφίας του ΑΠΘ, κα Χατζητάκη-Καψωμένου «αποτελεί το κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο που κάνει τους ανθρώπους μιας κοινωνίας να αισθάνονται δεμένοι μεταξύ τους και να νιώθουν αυτό που ονομάζουμε κοινωνική αλληλεγγύη».
Ελένη Φωλίνα
ιστορικός Τέχνης-εικαστικός