Ο Μαντσέφσκι καυτηριάζει τον εθνικιστικό φανατισμό, που φέρνει αντιμέτωπες τις μέχρι πρότινος ειρηνικά συνυπάρχουσες θρησκευτικές μειονότητες. Ωστόσο, η δύναμη της ταινίας δεν βρίσκεται στο ουμανιστικό, αντιπολεμικό μήνυμά της, αλλά στην ποιητική ατμόσφαιρα των εικόνων της, και στην υποβλητική σκηνοθεσία του δημιουργού της, ο οποίος καταφέρνει να µας μεταφέρει μια γνήσια αίσθηση του τραγικού, χωρίς να πέφτει στην παγίδα του τριτοκοσμικού φολκλόρ.
Την ταινία συναποτελούν τρεις επιμέρους ενότητες. Στην πρώτη μεταφερόμαστε στα Σκόπια και συγκεκριμένα σ' ένα ορθόδοξο μοναστήρι, για να παρακολουθήσουμε την ιστορία ενός νεαρού ορθόδοξου μοναχού που έχει δώσει όρκο σιωπής, και που θα προσπαθήσει να κρύψει στο μοναστήρι μια νεαρή μουσουλμάνα από την Αλβανία, η οποία ζητά καταφύγιο, καθώς είναι κυνηγημένη. Στο δεύτερο μέρος μια νεαρή Αγγλίδα αμφιταλαντεύεται για το αν θα πρέπει να ακολουθήσει τον εραστή της, που είναι φωτογράφος ή να παραμείνει με τον σύζυγό της. Στο τρίτο μέρος επανερχόμαστε στο αρχικό τοπίο, όπου μαζί με τον φωτογράφο του δεύτερου μέρους που έχει έρθει στη γενέτειρά του, θα γίνουμε θεατές αιματηρών γεγονότων και συγκρούσεων ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, με φόντο έναν αδελφοκτόνο αιματηρό πόλεμο.
Ειδική μνεία αξίζει η φωτογραφία του Μανουέλ Τεράν, αλλά και η εξαιρετική μουσική της ταινίας που υπογράφει το συγκρότημα Anastasia. Η ταινία βραβεύτηκε με το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας.