Έτσι απλά. Όπως μας βγαίνει. Όπως υπάρχει. Όπως γεννιόμαστε με αυτήν και τη φέρουμε μέσα μας, ασχέτως αν κάποιοι την κρύβουν από τον εαυτό τους και ίσως ακόμα και την ξεχνούν. Αυτή είναι πάντα εκεί και κάποια στιγμή θα διεκδικήσει το φυσικό της αντίτιμο, καίγοντας τους υβριστές της άρνησής της όπως καίει και όσους δεν τη φοβούνται και την αγκαλιάζουν σε κάθε στιγμή, ακόμα και όταν γεμίζει με την απώλειά της. Γιατί την έζησαν και την ξέρουν και εξακολουθούν να αξιώνουν τη δικαίωσή της. Γιατί γνωρίζουν καλά ότι αυτή θα υπάρχει πάντα. Σαν τον αέρα που αναπνέουμε. Σαν τη γη που πατούμε και στην οποία θα ξαναπάμε μετά το πέρας του προορισμού της υλικής μας υπόστασης, όπου η αγάπη θα παραμένει μαζί μας απ’ όπου περάσαμε και όπου θα πάμε. Εκεί όπου, όπως λέει και ο «Άμλετ» του Σαίξπηρ, «τα υπόλοιπα είναι σιωπή». Έτσι και ο Βρετανός διπλωμάτης Τζάστιν Κουέιλ (συνταρακτικός στις αποχρώσεις του σπαραγμού ο Ρέιφ Φάινς) κινεί γη και ουρανό για να ανακαλύψει τα αίτια της δολοφονίας της ακτιβίστριας συζύγου του Τέσα (βραβευμένη με Όσκαρ η εξαιρετική ερμηνεία της Ρέιτσελ Βάις) που συγκρούστηκε με τα συμφέροντα μιας φαρμακοβιομηχανίας προσπαθώντας να συνθέσει τα κομμάτια του παζλ του θανάτου της καθώς μαζεύει τα δικά του, χωρίς να προσδοκεί απαραίτητα να ανασυνταχθεί. Φτάνει να μπορεί μέσα στη σιωπή ν’ ακούει τη μοναξιά του και να φροντίζει τον κήπο της αγάπης.
Πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι «The Constant Gardener». Constant σημαίνει διαρκής, συνεχής. Το «Επίμονος» της μετάφρασης είναι το ακριβές αντίστοιχο της εδώ έννοιας. Σε πείσμα των αντιξοοτήτων ο Κουέιλ επιμένει να σκαλίζει διαρκώς τον κήπο των αληθινών αιτιών του παραλόγου αυτής της απώλειας, για να διαφυλάξει ακέραιο τον δικό του κήπο. Σκαλίζει το απόστημα έως τις ρίζες του για να διατηρήσει ανέπαφες τις δικές του. Και να ενισχύσει τις ρίζες της καρδιάς του. Της ύπαρξής του. Γιατί και το λίγο φως τη νύχτα φτάνει. Από το βιβλίο του Τζον Λε Καρέ («Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», «Ο ράφτης του Παναμά») ο Φερνάντο Μεϊρέγες (προταθείς για Όσκαρ σκηνοθεσίας για την «Πόλη του Θεού»), πέρα από το στοιχείο της ίντριγκας του πολιτικού θρίλερ, εστιάζει στην ουσία της ιστορίας. Με μια ζωντανή κινηματογράφηση φιλμάρει με οίστρο τους παλμούς και τις δονήσεις των κραδασμών. Με σθένος. Σαν αυτό που διατηρεί τον Κουέιλ πάνω στο ρινγκ την ώρα που σηκώνεται για να αντιμετωπίσει ξανά ό,τι δεν συνιστά τη ζωή ως ζωή. Και να διαλύσει αυτήν την αχλύ για πάντα, όσο δηλαδή κρατά και η αγάπη.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας, ηθοποιός