Ήταν τότε που ο κόσμος δεν γνώριζε τον εαυτό του. Τέσσερα παιδιά από τα τέσσερα πέρατα του κόσμου ανακαλύπτουν παίζοντας το τραγούδι, τα πνευστά, τα κρουστά και τα έγχορδα. Συναντιούνται πάνω σε μια σχεδία και ταξιδεύουν για να φτάσουν ως την άκρη του νερού... Στο διάβα του παραμυθιού, ενώνονται λαοί και πολιτισμοί. Όνειρο και πραγματικότητα. Παρελθόν και παρόν. Μουσικά όργανα και μελωδίες. Γη και ουρανός. Ενώνεται ο πεζός με τον ποιητικό λόγο. Προφήτες, μάγοι, αστρονόμοι και σοφοί ερμηνεύουν το μυστήριο της μουσικής μιλώντας σε όλους τους ρυθμούς της ελληνικής ποίησης: ιαμβικό, ανάπαιστο, τροχαϊκό, δακτυλικό και αμφίβραχυ. Τι τέλος μπορεί να έχει ένα τέτοιο παραμύθι; Τη στιγμή που οι ήρωες φτάνουν «Ως την άκρη του νερού», η συγγραφέας σκύβει στοργικά στο αφτί του ήρωα - αναγνώστη και του ψιθυρίζει:
«Μα μη θαρρείς πως τέλειωσε εκεί η ιστορία. Μοιάζει ατέλειωτη κλωστή η μουσική πορεία. Όσο η γη κι ο ουρανός μαζί κλωθογυρνούνε κι όσο γεννιούνται άνθρωποι που κλαίνε και γελούνε, καθένας το τραγούδι του μ' άλλους μαζί θα φτιάχνει βάζοντας χώμα και νερό, άνεμο κι άστρων πάχνη. Την κλίμακα της μουσικής με την αστροχτισμένη θα πλέκει κάθε άνθρωπος που θέλει κι επιμένει να γίνει ο ίδιος μουσική, ταξίδι και ταξιδευτής!».