Η πρόκληση, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη της παράστασης Τ. Γκραουζίνις είναι η εξής: «Προσπαθούμε να ερευνήσουμε πώς το κοινό μας ένστικτο επιβίωσης μπορεί να συμβαδίσει με την ανάγκη που έχουμε κληρονομήσει από τους προγόνους μας και είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε στα παιδιά μας, την ανάγκη να παραμείνουμε άνθρωποι, παρά τον φόβο, την ανασφάλεια, την απελπισία».
Δύο σκάλες στη σκηνή, υποβασταζόμενες, γίνονται θρόνος και βήμα από το οποίο ο ηγέτης Ετεοκλής (Γιάννης Στάνκογλου / Χρίστος Στυλιανού σε διπλή διανομή) καλεί τους πολίτες σε εμφύλια σύγκρουση για την εξουσία, όσο οι εχθροί, οι «άλλοι» λυσσομανούν έξω από τα τείχη της πόλης.
Επτά φονιάδες στρατηγοί, επτά πύλες. Στην έβδομη-παγίδα οι σκάλες γίνονται ασπίδες και τάφοι ταυτόχρονα για τα δύο αδέλφια ("καταραμένη" γενιά του Οιδίποδα), στην αποτρόπαιη πράξη της αδελφοκτονίας-σπόρος μίσους και διχασμού που οπλίζει τον λαό-χορό σε εμφύλιο σπαραγμό: «Σημασία δεν έχει ποιος θα επιβιώσει, σημασία έχει να επιβιώσει η πόλις».
Η εμπνευσμένη σκηνή της θανάσιμης σύγκρουσης ανάμεσα στον Ετεοκλή και στον Πολυνείκη, νεκροί, όρθιοι, αγκαλιασμένοι στο εμφύλιο σώμα της πόλης, κορυφαία στιγμή της παράστασης, με τις θρηνούσες αδελφές Αντιγόνη (Νάντια Κοντογεώργη) και Ισμήνη (Ιώβη Φραγκάτου), απογειώνει τη σκηνοθετική ματιά του Λιθουανού σκηνοθέτη στο πρώτο ελληνικό δείγμα αδελφοκτονίας.
Την παράσταση στο αρχαίο θέατρο Δίου παρακολούθησαν ο Πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου κ. Θανάσης Παπαγεωργίου και ο Καλλιτεχνικής Διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος κ.Γιάννης Αναστασάκης.