Ο Σύλλογος Φίλων του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας και το Μορφωτικό Ίδρυμα της Ένωσης Συντακτών Θεσσαλίας σε συνεργασία με την Αντιδημαρχία Πολιτισμού και Επιστημών διοργανώνουν την παρουσίαση του μυθιστορήματος «Αζάντ με λένε» του Κούρδου δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζεμίλ Τουράν που αναφέρεται στο προσφυγικό. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί αύριο Τρίτη 29 Μαρτίου στις 7.30 μ.μ. στο θέατρο ΟΥΗΛ. Θα μιλήσουν η Περιφερειακή Διευθύντρια Εκπαίδευσης Θεσσαλίας Ελένη Αναστασοπούλου και ο φωτορεπόρτερ Στέλιος Ματσάγγος. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης θα προβληθούν σλάιντς του Στέλιου Ματσάγγου με θέμα τους πρόσφυγες όπου γης. Την εκδήλωση θα συντονίσει ο πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας - δημοσιογράφος Γιάννης Σιούλας, ενώ χαιρετισμό θα απευθύνει ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών και του Μορφωτικού Ιδρύματος Δημήτρης Χορταργιάς.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Ο Τζεμίλ Τουράν γεννήθηκε τη δεκαετία του '50 στο Κουρδιστάν της Τουρκίας, στην περιοχή Σερχάτ. Μεγάλωσε σε φορτισμένο πατριωτικό κλίμα. Έκανε ανώτατες σπουδές στην Άγκυρα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Εντάχθηκε και αγωνίστηκε στην πρώτη γραμμή του απελευθερωτικού αγώνα του Κουρδικού Κινήματος. Έζησε τις δύο χούντες της Τουρκίας, του 1971 και του 1980. Κυνηγήθηκε για την αγωνιστική και πολιτική του δραστηριότητα, φυλακίστηκε και βασανίστηκε. Διέφυγε το 1984, πέρασε στην Ελλάδα, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο, και αργότερα απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στο Υπουργείο Τύπου. Άρθρα του και πολιτικές αναλύσεις του δημοσιεύονται στον κουρδικό και ελληνικό Τύπο. Αφηγήθηκε τη ζωή του στον Νίκο Κάσδαγλη και γράφτηκε το βιβλίο "Το Αραράτ αστράφτει". Επιμελήθηκε το ιστορικό βιβλίο του Κεμάλ Μπουρκάι "Οι Κούρδοι και το Κουρδιστάν". Το μυθιστόρημά του "Το ματωμένο χιονολούλουδο" (εκδόσεις Καστανιώτη) είναι το πρώτο λογοτεχνικό έργο Κούρδου που γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα. Μεταφράστηκε στα σουηδικά και στα ιταλικά.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Είδε τη μάνα του να αφήνει ορθάνοιχτη την πόρτα του σπιτιού τους καθώς το εγκατέλειπαν για τη μεγάλη φυγή. «Να μπει αέρας, να πάρει και να διαλύσει τη μυρωδιά μας. Ούτε αυτή θέλω ν’ αφήσω σ’ αυτόν τον άπονο τόπο. Τίποτα. Φτάνουν οι τάφοι μας».
Ο Αζάντ δεν ήξερε γιατί έπρεπε να φύγουν, ούτε και είχε λόγο στις αποφάσεις, εφηβάκι ήταν, στα δεκατέσσερα. Προορισμός η ελευθερία και ο πολιτισμός, η Ελλάδα.
«Θα ανταμώσουμε απέναντι με ελεύθερους ανθρώπους που είναι φίλοι μας και θα μας βοηθήσουν. Δεν μας θέλει η πατρίδα μας; Θα βρούμε άλλη», τους έδινε κουράγιο ο πατέρας. Στο Ιράκ δεν είχαν ζωή. Ζούσαν με τη βεβαιότητα του θανάτου. Και μια ανάσα πριν από το «απέναντι», ένα ποτάμι πριν φτάσουν στη γη της φιλίας, χάθηκαν όλα. Κι έμεινε μόνος του, αμούστακο παιδί, να πρέπει να αποφασίζει, να ακολουθεί, να αρνείται, να επιδιώκει, να αντιστέκεται, να γλιτώνει, να βρίσκει και να χάνει...
Οι άνθρωποι διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, το ίδιο και τα σύνορα, οι συνήθειες, οι θρησκείες, τα ερωτικά σκιρτήματα. Κι όλα γίνονταν για έναν στόχο: για το διαβατήριο, που από παράνομο πολίτη του κόσμου θα έκανε τον Αζάντ επισκέπτη στην πατρίδα του, με την ελπίδα να βρει τους δικούς του.
Η τύχη όμως κάποιες φορές αποσύρει την παρουσία της από τις επιλογές και κάνει το δικό της παιχνίδι, σε άλλους τόπους, με άλλους ανθρώπους, με άλλα ανταμώματα.