Το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Αναστασοπούλου με τίτλο «Δυσσάκος» αποτελεί ένα ολοκληρωμένο αφηγηματικό σύμπαν, που αναφέρεται στην παράλληλη ιστορία δύο οικογενειών σε χρονικό ορίζοντα τριών γενεών. Οι ήρωές της πραγματικοί μαχητές της ζωής, καθείς με τον τρόπο και τα όπλα του, μάχονται, πέφτουν, αλλά πάντα σηκώνονται· πρόκειται για αφηγηματικά αρχέτυπα ηρώων που αγαπούν με πάθος τη ζωή και προσπαθούν να βιώσουν την αλήθεια της, όποιο κι αν είναι το τίμημα.
Οι άνθρωποι της οικογένειας της Μαρίας πολεμούν το νοσηρό ανθρώπινο ψυχισμό ενός θετού «πατέρα» / «προστάτη», μιας στυγνής εξουσιαστικής φιγούρας. Η οικογένεια του Δυσσάκου παλεύει με τις συνέπειες της πολιτικής της ιδεολογίας: αριστεροί στην σκληρή δεκαετία του ’60. Ο Οδυσσέας, ταξιδεύει για να αποφύγει εξορίες· γίνεται ένας «πατέρας από χαρτί». Παρόλο που φαίνονται ασύμπτωτοι, οι δύο αυτοί φασισμοί παραπέμπουν στο ίδιο πράγμα: είτε ψυχολογική είτε πολιτική, η επιβολή ζητά να ελέγξει κάθε πτυχή της ζωής των ηρώων. Τα παιδιά - θύματα Μαρία και Δυσσάκος, προσπαθώντας να δραπετεύσουν από την επιβολή των δεσμών τους, βιώνουν μια όμορφη «ερωτική φιλία». «Χάνονται» όμως, ενεργούν σπασμωδικά και το πληρώνουν. Μετά από ένα δραματικό κρεσέντο, με το οποίο αποχωρούν βίαια από το προσκήνιο ένοχοι κι αθώοι της παλιάς ζωής, συναντιούνται και από την αργοπορημένη τους ένωση, γεννιέται ο καρπός του έρωτά τους, ο Φωκάς. Η συνάντηση αυτή όμως δεν θα έχει ένα γλυκερό τέλος: ο Δυσσάκος ακολουθώντας την οδυσσεϊκή του φύση, δραπετεύει ταξιδεύοντας, ενώ ο Φωκάς, ως Οιδίπους, ζητά επίμονα να βρει «ποιος είναι».
Πέραν της εμπνευσμένης αφηγηματικής πρώτης ύλης, ο «Δυσσάκος» είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς η εξέλιξη της ιστορίας διαπλέκεται έντεχνα με πλήθος ιστορικών γεγονότων, που υπομνηματίζουν τις σκέψεις και τα λόγια των ηρώων. Έτσι η δράση των λογοτεχνικών ηρώων παρουσιάζεται ολοζώντανη και εύλογη, τοποθετημένη σε συμφραζόμενα, που ενεργοποιούν αναπαραστάσεις οι οποίες καθοδήγησαν τις σκέψεις και τις ενέργειες της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια. Οι ήρωες ζουν αλλεπάλληλες συγκρούσεις: από την μια η αγάπη, η αυθεντικότητα, η δίψα για ζωή με νόημα, η συνάντηση και ο έρωτας και από την άλλη η έλλειψη της αγάπης, η ψεύτικη ζωή, η καταπιεστική ανελευθερία, η αναχώρηση και οι χωρισμοί. Οι συγκρούσεις αυτές γίνονται το προσκήνιο πίσω από το οποίο αναδύεται η τυραννία της επιβολής και της εξουσίας, περιβεβλημένης είτε ψυχολογικό είτε κοινωνικό μανδύα, η οποία διαποτίζει και διαπερνά – μάλλον με αδιόρατο τρόπο – την περιπέτεια που ονομάζεται ανθρώπινη ζωή.
Πώς κεντιέται όμως όλος αυτός ο αφηγηματικός καμβάς; Πώς καταφέρνει ο «Δυσσάκος» να δημιουργεί στον αναγνώστη μια διάθεση νοσταλγική και τρυφερή παρόλο που τα γεγονότα που ιστορούνται συντρίβουν τους ήρωες; Κατ’ αρχάς είναι το πηγαίο και αυθεντικό χιούμορ που δεν αφήνει την αφήγηση να μεταπέσει σε μελοδραματισμούς. Εκείνο όμως που αποτελεί δείγμα μεγάλης ευαισθησίας της συγγραφέως, είναι η χρήση της εικόνας ως εκφραστικού εργαλείου. Η ματιά είναι σαφώς κινηματογραφική: σε κάθε σελίδα ξεπηδούν εικόνες του Ταρκόφσκι και σκηνές των Ταβιάνι. Το ίδιο ποιητικός και ο χρονότοπος της αφήγησης που παραπέμπει σε μαγική λογοτεχνία, γεγονός που επιτείνεται από τα εξωτικά τοπωνύμια: Γκραντίσκα, Πραμόρτσα, Κιάτρα Ντισικιάτα. Οι ήρωες Πρωτεϊκοί όσο και ρεαλιστικοί: ο αναγνώστης μένει με την γόνιμη απορία για το ποιος από τα τρία πρόσωπα που εμφανίζονται με το ίδιο όνομα είναι το πρωταγωνιστικό: ο παππούς Δυσσέας, ο γιος Οδυσσέας ή ο εγγονός Δυσσάκος;
Ο Δυσσάκος είναι ένα αφήγημα με το οποίο ο αναγνώστης θα αισθανθεί απόλαυση, ενώ αυθόρμητα δεν θα μπορέσει να αποφύγει και το στοχασμό της ζωής των ηρώων του έργου αλλά και της δικής του ζωής. Είναι το αφήγημα των τελευταίων πενήντα χρόνων της ελληνικής κοινωνίας· στην εξιστόρηση αυτή ο καθένας μας θα διακρίνει με σαφήνεια τις υποθήκες που έχουν εγγραφεί και τις σφραγίδες που έχουν τεθεί στις ζωές όλων μας.
Τάσος Μάτος Φιλόλογος, PhD
Πρόεδρος Συνδέσμου Φιλολόγων ν. Λάρισας