Για τις τρεις ταυτότητες τους Ανδρέα Κάλβου, μία εθνική- δύο ποιητικές, αλλά και τη γοητεία του γεγονότος πως τα ελληνικά του ποιήματα είναι γεμάτα «ιταλισμούς» στάθηκε κυρίως στη χθεσινή του ομιλία ο κ. Νάσος Βαγενάς ποιητής – καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο «Χατζηγιάννειο» Πνευματικό Κέντρο Λάρισας, σε εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Λάρισας σε συνεργασία με την Αντιδημαρχία Παιδείας και Νεολαίας του Δήμου Λαρισαίων ο κ. Βαγενάς τόνισε αρχικά για τις τρεις ταυτότητες του Κάλβου: «Η μια ήταν εθνική δηλαδή η ελληνική και δύο λογοτεχνικές που διαδέχονται χρονικά η μια την άλλη. Η πρώτη ήταν η ιταλική καθώς προσπάθησε να εμφανιστεί ως τραγικός Ιταλός ποιητής, και η δεύτερη ήταν η ελληνική όταν έχοντας απελαθεί από τη Φλωρεντία, απ΄ όπου ζούσε για συμμετοχή σε «καρμποναρικές» δηλαδή επαναστατικές δραστηριότητες, στη Γενεύη είδε με μεγάλη θλίψη δέκα μήνες μετά πως η αίτηση ανάκλησης της απέλασης να μην γίνεται δεκτή. Τότε ήταν που άρχισε να γράφει τις ωδές».
Για την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέφερε: «Ο Κάλβος ερχόμενος στην Ελλάδα πίστευε πως θα γίνει δεκτός με ανοικτές αγκάλες κάτι που δεν έγινε. Πρωτοπήγε στο Ναύπλιο από το οποίο έφυγε μετά από 3 εβδομάδες και εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα. Εκεί έζησε ως το 1852 για 26 χρόνια. Εργάστηκε στην Ιόνιο Ακαδημία κατά διαστήματα με πολλά προβλήματα γιατί ήταν δύσκολος τύπος και δημιουργούσε προβλήματα με τους μαθητές του και άλλους καθηγητές. Το 1852 έχοντας συνάψει ερωτική σχέση με μια Αγγλίδα δασκάλα πήγε στο Λονδίνο και μετά στο Λάουθ της Βόρειας Αγγλίας όπου και εργαζόταν ως καθηγητής στο παρθεναγωγείο της γυναίκας του».
Τέλος για τα στοιχεία της ποίησης του Κάλβου υπογράμμισε: «Είναι πολιτική καθώς μιλάει για την ελευθερία αλλά χωρίς όρους. Μιλάει εναντίον της τυραννίας. Οι ωδές του αλλά και τα ιταλικά του ποιήματα θέτουν θέματα πολιτικής φιλοσοφίας, με έναν εξαιρετικό λυρικό τρόπο. Το καλό με την ποίηση του Κάλβου είναι πως αυτό που αποδείχθηκε μια απογοήτευση για τον ίδιο (σ.σ. η επιστροφή στην Φλωρεντία) τελικά τον οδήγησε στην «αθανασία» καθώς το γύρισε στα ελληνικά και δεν ήξερε καλά τα ελληνικά. Ένα μεγάλο μέρος της γοητείας της ποίησής του ήταν αυτό ευτυχώς. Είναι γεμάτη ιταλισμούς και δίνουν γοητεία».