Οι κάτοικοι στην Ελλάδα μετακομίζουν κατά μέσο όρο 3 έως 5 φορές στη ζωή τους, διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία σε ποσοστό περίπου 70%, προτιμούν τις πόλεις από τις αγροτικές περιοχές, εκτιμούν ότι παρά την κρίση το κόστος ζωής παραμένει σχετικά ακριβό και ξοδεύουν κατά μέσο όρο το 50% του καθαρού εισοδήματος για ενοίκιο, δόση δανείου, ρεύμα, νερό, θέρμανση και άλλα τρέχοντα έξοδα που έχουν να κάνουν με τη στέγαση τους.
Τα στοιχεία προκύπτουν από τα συμπεράσματα έρευνας που πραγματοποίησε το προηγούμενο διάστημα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης το κτηματομεσιτικό δίκτυο RE/MAX Europe αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων, το κόστος ζωής, τις τάσεις που επικρατούν κτλ.
Η πλειοψηφία των Ελλήνων εξακολουθεί να επιλέγει τα μεγάλα αστικά κέντρα για να ζήσει, ενώ περίπου 1 στους 5 διαμένει στο πατρικό σπίτι με τους γονείς τους. Την ίδια στιγμή μόλις το 8,8% των πολιτών στην Ελλάδα δηλώνει στην έρευνα ότι ζει μόνος του (το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη είναι σχεδόν διπλάσιο -15%)
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας έρευνας, το 56% των ερωτηθέντων ζουν με τον ή την σύντροφό τους. Αντίθετα, πολύ μικρός είναι ο αριθμός εκείνων που ζουν με φίλους ή άλλους συγγενείς.
Το 37% των ερωτηθέντων απαντά θετικά στο ερώτημα αν είναι ακριβό το κόστος ζωής και 1 στους 4 προβλέπει αύξησή του παρά το γεγονός ότι τα εισοδήματα και οι μισθοί έχουν συρρικνωθεί δραματικά. Αντίθετα σε χώρες όπως η Ελβετία και η Φινλανδία οι απαντήσεις των κατοίκων τους για το αν είναι ακριβό το κόστος ζωής ή όχι το 66% και 62% αντίστοιχα απάντησαν θετικά.
Από την άλλη, στην Ελλάδα, 4 στους 10 εκτιμούν ότι το κόστος ζωής δεν είναι ούτε ακριβό ούτε φθηνό, τείνοντας όμως προς το φθηνό. Επίσης, το 23% των ερωτηθέντων τάσσεται υπέρ της άποψης που θέλει το εν λόγω κόστος να εκτοξεύεται στο άμεσο μέλλον σε υψηλότερα επίπεδα.
Ωστόσο, όταν ζητήθηκε να γίνει μία πρόβλεψη για το κόστος ζωής από ιδιοκτήτες μονοκατοικίας ή μεζονέτας, το ποσοστό αυτών που προέβλεψαν αύξηση ήταν 28% και 18% όσοι μένουν σε διαμέρισμα (ιδιόκτητο ή ενοικιαζόμενο).
Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι μόλις το 19% των κατοίκων των πόλεων προβλέπει ότι το κόστος ζωής ανεβαίνει, σε αντίθεση με των 33% εκείνων που ζουν σε αγροτικές περιοχές.
Οι Έλληνες μετακομίζουν λιγότερο από τους Ευρωπαίους
Οι Έλληνες σε σύγκριση με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς δεν πραγματοποιούν πολλές μετακομίσεις κατά τη διάρκεια της ζωής τους (4 φορές κατά άτομο είναι ο μέσος όρος). Αυτό προκύπτει από τις απαντήσεις που δόθηκαν σε αντίστοιχα ερωτήματα της RE/MAX Europe αναφορικά με τη συχνότητα μετακόμισης.
Μόνο το 3,2% των ερωτηθέντων έχει μετακομίσει κατά τη διάρκεια της ζωής του περισσότερες από 10 φορές, είτε σε άλλη μονοκατοικία ή μεζονέτα είτε σε άλλο διαμέρισμα.
Το 23,2% άλλαξε χώρο διαμονής 4 με 5 φορές, ενώ το 7,6% δεν έχει προχωρήσει ποτέ σε κάποια μετακόμιση - μετακίνηση.
Από την έρευνα προκύπτει εύλογα ότι με μεγαλύτερη ευκολία μετακομίζουν όσοι είναι στο ενοίκιο παρά όσοι είναι ιδιοκτήτες. Οι τελευταίοι κατά μέσο όρο δηλώνουν ότι κατά τη διάρκεια της ζωής τους έχουν μετακομίσει 3 φορές.
Συγκριτικά με το σύνολο των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών χωρών, παρατηρεί κανείς πώς το κυρίαρχο ρεύμα είναι παρόμοιο με αυτό στην Ελλάδα. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά και ο κύριος Michael Polzler (Managing Director της RE/MAX Europe), «σε αντιπαραβολή με τον Καναδά ή τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου οι άνθρωποι μετακομίζουν αρκετά συχνά, οι Ευρωπαίοι προτιμούν να μένουν σε ένα μέρος για μεγάλο χρονικό διάστημα και μετακινούνται εφόσον υπάρξει αλλαγή στις συνθήκες διαβίωσης τους, όπως για παράδειγμα μία νέα δουλειά ή ένα νέο μέλος στην οικογένεια».
Τέλος, σε συνάρτηση με τον παράγοντα ηλικία, χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη μεγαλύτερης κινητικότητας (4 με 5 φορές μετακόμιση) από τις μεγαλύτερες ηλικίες. Για την ακρίβεια, λίγο περισσότερο από το 50% των ερωτηθέντων εντάσσονται στην ηλικιακή κλίμακα άνω των 40 ετών. Στον αντίποδα, βρίσκονται οι μικρότερες ηλικίες από 20-29 ετών, οι οποίοι "πακετάρισαν" τα πράγματά τους το πολύ έως 2 φορές.
Παραμένει στα ύψη η αστυφιλία στην Ελλάδα
Μεταξύ αυτών που ζουν με τον σύντροφό τους το 53% έχει επιλέξει να μένει σε πόλεις ενώ ένα 10% στα προάστια. Το 25% ζει σε κωμοπόλεις και μόνο το 12% σε αγροτικές περιοχές. Όσοι ζουν μόνοι τους προτιμούν τις πόλεις σε ποσοστό 64% και τα προάστια σε ποσοστό 7%, ενώ σε κωμοπόλεις και αγροτικές περιοχές ζουν το 18% και το 11% των ερωτηθέντων αντίστοιχα. Και εκείνοι όμως που ζουν με τους γονείς τους μένουν σε πόλεις σε ποσοστό 66%.
Έξι στους δέκα κατοίκους της Ελλάδας δαπανούν το 40% έως και 90% του μηνιαίου εισοδήματός τους για την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών, 10 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή, υψηλότερα σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους πολίτες. Μάλιστα κατά μέσο όρο η μηνιαία δαπάνη στέγασης ανέρχεται στο 50% του μηνιαίου εισοδήματος νοικοκυριών και μεμονωμένων ατόμων.
Αντίστοιχα υψηλές δαπάνες για κάλυψη στεγαστικών αναγκών σε σύγκριση με την Ελλάδα καταγράφονται στην Ολλανδία, την Ισπανία. Αντίθετα, σε Ελβετία, Γαλλία αλλά και στη γειτονική Τουρκία το κόστος στέγασης σε σχέση με το μηνιαίο εισόδημα είναι πολύ χαμηλότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της Ελλάδας. Για τις παραπάνω χώρες το κόστος στέγασης κυμαίνεται στο 30% - 32% του μηνιαίου εισοδήματος.
Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι όσοι δαπανούν για τη στέγασή τους χαμηλότερα ποσά από το μέσο όρο, έχουν την επιθυμία μελλοντικά και εφόσον το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες, να ξοδέψουν περισσότερα. Χαρακτηριστικά καταγράφεται ένα 20% των ερωτηθέντων που θα μπορούσε να διαθέτει μηνιαίως έως και το 50% του εισοδήματός του για κόστος στέγασης, ένα 13% των ερωτηθέντων το 70%τους εισοδήματος τους, ενώ στην κορυφή βρίσκεται το 6% των πολιτών που θα μπορούσαν να ξοδεύουν κάθε μήνα σχεδόν το 90% του εισοδήματός του για στέγαση.
Αντίθετα όσοι ήδη δαπανούν για το σπίτι τους πάνω από το 40% του μηνιαίου εισοδήματος τους (60% των πολιτών), θέλουν κάποια στιγμή να καταφέρουν και να περιορίσουν τα κόστη στέγασης τους στο 40% του μηνιαίου εισοδήματός τους.
Τέλος, όπως αποδεικνύεται από την παρούσα μελέτη της RE/MAX Europe, οι ενοικιαστές στην Ελλάδα ξοδεύουν για το σκοπό της στέγασης το ίδιο ποσοστό του καθαρού εισοδήματός τους σε μηνιαία βάση με τους ιδιοκτήτες, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου ο ενοικιαστής ξοδεύει περισσότερα από τον ιδιοκτήτη.