Μικρότερες των αρχικών εκτιμήσεων ήταν σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου οι επιπτώσεις από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, όπως αναφέρει η ΕΣΕΕ: "τo εύρος της επίδρασης των Capital Controls στον κύκλο εργασιών δεν μπορεί να προσδιοριστεί επαρκώς και να εξαντληθεί από την ανάλυση των δεδομένων ενός μόνο μήνα αλλά απαιτεί την προβολή και εκτίμηση των επιδράσεων σε βάθος χρόνου".
Η ΕΣΕΕ, στο μεταξύ, αμφισβητεί τη μεθοδολογία ανάλυσης που χρησιμοποιεί η ΕΛΣΤΑΤ. Το ΙΝΕΜΥ- ΕΣΕΕ υποστηρίζει ότι αποτελεί κομβικής σημασίας ζήτημα η επιλογή του δείγματος των εταιρειών.
Σχετικά με τις επιπτώσεις στη αγορά λοιπόν, όπως αναφέρει η ΕΣΕΕ, "λαμβάνοντας υπόψη τον εμπροσθοβαρή χαρακτήρα των επιζήμιων συνεπειών που συνεπάγονται οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, φαίνεται ότι η συρρίκνωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων λιανικής παρουσίασε σημαντική μείωση κυρίως την πρώτη περίοδο της επιβολής τους. Στη συνέχεια καλλιεργώντας την προσδοκία ότι στους επόμενους μήνες η κατάσταση θα βελτιώνεται ολοένα και περισσότερο, έως ότου η πλήρης άρση των Capital Controls καταστεί εφικτή".
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι επιπτώσεις της επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων στο Λιανικό Εμπόριο, κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα εφαρμογής τους, αν και μικρότερες ήταν αισθητές. Τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και αφορούν στο Γενικό Δείκτη Κύκλου Εργασιών των εμπορικών επιχειρήσεων λιανικής (εποχικά διορθωμένος δείκτης) του Ιουλίου 2015 καταδεικνύουν μία ετήσια υποχώρηση του τζίρου κατά 8,7% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Από τη μηνιαία σύγκριση του δείκτη (Ιούλιος/Ιούνιος 2015) προκύπτει συρρίκνωση του τζίρου κατά 5,5%, καθιστώντας σαφές πως οι θερινές εκπτώσεις του δεύτερου δεκαπενθημέρου του Ιουλίου δεν κατόρθωσαν, λαμβάνοντας υπόψη και το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον, να αντιστρέψουν το υποτονικό κλίμα της αγοράς. Μάλιστα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι η ετήσια μείωση στον κλάδο των τροφίμων ήταν σημαντικά χαμηλότερη από τις προβλέψεις (-1,8%), με την ομάδα της Ένδυσης & Υπόδησης να καταγράφει σχετικά περιορισμένης έκτασης απώλειες (-7,5%), ενώ αντίθετα τα καταστήματα επίπλων, ηλεκτρονικών ειδών & οικιακού εξοπλισμού υπέστησαν μεγάλο πλήγμα (-23,7%).
Προβλήματα στη μεθοδολογία της ΕΛΣΤΑΤ
Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται ότι ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί και στη μεθοδολογία που έχει υιοθετήσει η ΕΛΣΤΑΤ. Το ΙΝΕΜΥ- ΕΣΕΕ υποστηρίζει ότι αποτελεί κομβικής σημασίας ζήτημα η επιλογή του δείγματος των εταιρειών. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Αρχής, οι μεγάλες επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 200.000 ευρώ συμβάλλουν στον σχηματισμό περίπου του 65% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών, ωστόσο δεν πρέπει να αποκλείονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του υποκλάδου Ένδυσης και Υπόδησης με ετήσιο τζίρο μικρότερο των 200.000 ευρώ. Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου κριτηρίου στην ουσία εξαιρεί τις μικρές επιχειρήσεις, δεν ενσωματώνει ένα σημαντικό ποσοστό του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών (περίπου 35%) και αγνοεί εκείνο το κομμάτι των καταναλωτών που προφανώς δεν έχει τη δυνατότητα, είτε λόγω χρημάτων είτε λόγω απόστασης, να έχει πρόσβαση στις επιλεχθείσες από την ΕΛΣΤΑΤ μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.
Δήλωση Β. Κορκίδη
Σε δηλώσεις του, ο πρόεδρος του ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης, αφού χαρακτήρισε τη χαλάρωση των capital controls ικανοποιητική και απαραίτητη επεσήμανε:
«…Oι συνεχείς προσπάθειες για αλλαγές στους τραπεζικούς περιορισμούς, σαφώς δίνει κάποιες λύσεις, όμως, αφενός δεν επαρκούν και αφετέρου υπάρχει μακρύς δρόμος για πραγματική χαλάρωση, αλλά και πολύς χρόνος για την οριστική άρση τους. Οι δυσκολίες, οι ελλείψεις και οι καθυστερήσεις των συναλλαγών των ελληνικών επιχειρήσεων με το εξωτερικό, συνεχίζουν να ταλαιπωρούν έντονα το σύνολο της αγοράς και ως εκ τούτου, κάθε απόφαση του οικονομικού επιτελείου για περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων για εμπορικές πράξεις είναι καλοδεχούμενη, ενόψει μάλιστα και των αυξημένων χειμερινών αναγκών για παραγγελίες από το εξωτερικό. Επιπλέον, συμπληρώνονται τρείς μήνες από τις 29/6, οπότε και επιβλήθηκαν τα capital controls στην Ελλάδα και οι ελλείψεις στην αγορά, είναι πλέον ορατές στο εμπόριο, με βασικά προβλήματα να παρατηρούνται σε πρώτες ύλες, ανταλλακτικά και μηχανήματα, εξαιτίας των πολλών προβλημάτων στις εισαγωγές, ενώ πολύ λιγότερα είναι τελικά τα ζητήματα σε τρόφιμα και φάρμακα. Τα πλαστικά, χημικά, μέταλλα, βιομηχανικά και υλικά συσκευασίας είναι ανάμεσα στα είδη που έχουν προκαλέσει ελλείψεις στη μεταποίηση και τη βιομηχανία. Στις επιχειρήσεις χονδρικού και λιανικού εμπορίου, παρά το γεγονός ότι τα capital controls έχουν χαλαρώσει σε σχέση με τους αρχικούς περιοριστικούς όρους, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, παρουσιάζονται ελλείψεις, κυρίως στα είδη ένδυσης, αλλά και σε ανταλλακτικά οχημάτων, μηχανημάτων και εξοπλισμού πλοίων, καθώς βρίσκονται χαμηλά στην ιεράρχηση των αιτημάτων για έγκριση εισαγωγών. Οι δε καθυστερήσεις των εγκρίσεων παρατηρούνται περισσότερο στα υποκαταστήματα και λιγότερο στις υποεπιτροπές των τραπεζών, αφού, σχεδόν, ότι αίτημα καταφέρει να φτάσει, συνήθως εγκρίνεται. Επίσης, οι περιορισμοί στα όρια έγκρισης των εισαγωγών αναγκάζουν τους Έλληνες εμπόρους να κάνουν πολλές και μικρής αξίας παραγγελίες, με αποτέλεσμα η τελική τιμή πολλών εμπορευμάτων να επιβαρύνεται με επιπλέον μεταφορικά έξοδα και πολλαπλές τραπεζικές χρεώσεις...».