Σε δύσκολες «οικονομικά» περιόδους απαιτείται η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης, εισαγόμενης ή εγχώριας. Κυρίως εισαγόμενης λόγω της παγκοσμιοποίησης του οικονομικού περιβάλλοντος.
Οι επιχειρήσεις όπως και τα νοικοκυριά, εάν διαπιστώσουν ότι τα εισοδήματά τους δεν επαρκούν για την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών τους πρέπει να μειώσουν το κόστος διαβίωσης ή λειτουργίας τους.
Η οικονομία και οι επιχειρήσεις είναι ένα μεγάλο «νοικοκυριό» μια μεγάλη οικογένεια.
Όταν λοιπόν δεν αρκούν τα έσοδα και δεν έχεις δυνατότητα ν΄ ασκήσεις δεύτερη εργασία. ώστε να διευρύνεις τα εισοδήματά σου, τότε πρέπει να λάβεις μέτρα περιορισμού των δαπανών.
Ξεκινάς όμως πρώτα από εσένα και μετά από τους υπολοίπους της «οικογένειας».
Δηλαδή , αγόρασες σπίτι ή αυτοκίνητο με δάνειο, θα αναγκαστείς να κόψεις δαπάνες που πρωτίστως ήταν αυτονόητες, π.χ. περιορίζεις τα έξοδα διασκέδασης ώστε να έχεις τη δυνατότητα να σπουδάσεις τα παιδιά σου.
Αυτή είναι η ουσιώδης διαφορά ενός καλού «νοικοκύρη», ας μου επιτραπεί η έκφραση, από έναν άλλο.
Αντίστοιχα ό,τι ισχύει σε επίπεδο οικογένειας, ισχύει και σε επίπεδο επιχείρησης, κράτους και διακυβέρνησης.
Άρα:
α) Μείωση δαπανών, ξεκινώντας από δαπάνες πολυτελούς διαβίωσης δηλ. δεξιώσεις, παροχές κ.λπ.
β) Δίνεις το παράδειγμα, ως συνετός «οικογενειάρχης», μειώνοντας πρώτα της δικές σου δαπάνες.
γ) Εμφανίζεις με ειλικρίνεια την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση, ώστε να μην αναγκαστείς να αντιγράψεις τον Χ.Τρικούπη «δυστυχώς επτωχεύσαμεν»
Το Δημόσιο και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας δεν είναι κάτι ξέχωρο από την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της και μάλιστα στη χώρα μας, είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζεις το κόστος συντήρησής του και εκτός του προϋπολογισμού λειτουργίας που θα πρέπει να καταρτίζεται, θα πρέπει να κατατίθεται και απολογισμός διαχείρισης.
Διότι, πληρώνουμε όλοι οι Έλληνες για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους προσδοκώντας κοινωνική ανταπόδοση εκ μέρους του ώστε ν΄ αμβλύνονται οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και ν’ απολαμβάνουμε των υπηρεσιών του. Είναι υποχρέωση του Κράτους αυτή και όχι απαίτηση των φορολογουμένων, ειδάλλως γιατί να καταβάλλουμε φόρους;
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ τα χρήματα που καταβάλλει ο κάθε φορολογούμενος να γνωρίζει που χορηγούνται και γιατί.
Επιστρέφοντας στα σημερινά δεδομένα με το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης, πρέπει να εντοπίσουμε τους λόγους αυτούς.
Οι οποίοι είναι:
α) Διεθνής οικονομική συγκυρία π.χ. αύξηση τιμής πετρελαίου.
β) Ζώνη ευρώ. Απωλέσθη το μέτρο σύγκρισης με αποτέλεσμα την αύξηση τιμών δυσανάλογα.
γ) Εφαρμόστηκαν στην αγορά ολιγοπωλιακές συνθήκες ανταγωνισμού, κυρίως λόγω του μεγέθους της και της μη ύπαρξης καταναλωτικής συνείδησης των Ελλήνων καταναλωτών, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τη δύναμη που έχουν.
δ) Η ελληνική οικονομία αποτελείται από μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Συνεπώς πρέπει να χορηγηθούν κίνητρα ανάπτυξης αυτών και όχι μέτρα μαρασμού των.
Ως Έλληνες διαθέτουμε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πάνω στα οποία πρέπει να προσαρμοστεί η οικονομία και η τρόποι ανάπτυξής της. Κύριο εξ αυτών είναι η ανεξαρτησία και η ανάγκη του να είναι αφεντικό στη δική του δουλεία.
Αντί λοιπόν να προστατεύονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις , ώστε η υπεραξία που παράγουν να επενδύεται στη χώρα, φτάσαμε στο σημείο ο πλούτος να συγκεντρώνεται σ΄ ελάχιστους και να γιγαντωθεί ο δημόσιος τομέας.
Όμως, η μεσαία τάξη αποτελεί το συνδετικό κρίκο της κοινωνίας και η συρρίκνωσή της με τη δημιουργία ολίγων πάμπλουτων και πολλών νεόπτωχων μόνο κοινωνικές αντιδράσεις και αναταραχές θα φέρει, και δικαίως.
Βρεθήκαμε στο σημείο λοιπόν να αποτελεί διακαή πόθο των νέων και μη, η είσοδος σε κάποια δημόσια υπηρεσία και δικαίως, διότι θα εξασφαλίσουν ένα εισόδημα σταθερό και ασυγκρίτως μεγαλύτερο απ’ ό,τι στον ιδιωτικό τομέα. Γιατί το θέμα δεν είναι μόνο το ύψος των χρημάτων που εισπράττεις από την εργασία σου αλλά πρωτίστως πόσο κοπιάζεις για να τα αποκτήσεις.
Οι τρόποι αντιμετώπισης και τα μέτρα που μπορούν να παρθούν είναι πολλά, ενδεικτικά θα μπορούσε:
α) Εφαρμογή διπλής αναγραφής τιμών σε δραχμές και ευρώ σ΄ όλα τα προϊόντα.
β) Έλεγχο και τιμωρία μονοπωλιακών συνθηκών ανταγωνισμού και εφαρμογή τιμολόγησης σε καθαρές τιμές με εξάλειψη των πιστωτικών εκπτώσεων ή παροχών που εφαρμόζουν οι μεγάλες αλυσίδες S/Μ.
γ) Πρόταση στην Ε.Ε. ώστε να υπάρξει χαρτονόμισμα του 1 και 2 ευρώ, όπως αντίστοιχα έχουν η Ηνωμ. Πολιτείες το δολάριο. Όσο και εάν θεωρηθεί απλοϊκό δεν είναι, διότι δεν έχουμε αντιληφθεί την αξία του ευρώ.
δ) Περιορισμό του δημοσίου τομέα σ΄ απολύτως απαραίτητες υπηρεσίες. Πρέπει να καταστεί μη ελκυστικός για την αγορά εργασίας των νέων, αλλά πρέπει να παρθούν μέτρα ανάπτυξης και προστασίας των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων ώστε να υφίσταται ανταγωνισμός και να μην κυριαρχείται η αγορά από τις πολυεθνικές και ελάχιστες εγχώριες μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες ενδεχομένως τα κέρδη τους να τα μεταφέρουν ή να τα επενδύουν οπουδήποτε αλλού εκτός της Ελλάδας.
Τελειώνοντας, δεν αντιμετωπίζεται μία κρίση λαμβάνοντας μέτρα ελέγχου γραφειοκρατικά που γιγαντώνουν το κόστος στις επιχειρήσεις, όπως π.χ. η γνωστοποίηση των εκπτώσεων που παρέχουν οι επιχειρήσεις στα S/Μ, ή η εξόφληση τιμολογίων κρέατος ή οπορολαχανικών με δίγραμμες επιταγές ή με κατάθεση σε λογαριασμό όψεως για ποσά άνω τον 1000 ευρώ.
Δεν μπορείς να δεσμεύσεις της επιχειρηματικότητα με αυτό τον τρόπο, διότι είναι ανέφικτο. Πρέπει να υπάρχει έλεγχος, αλλά έλεγχος στη διακίνηση, να μην δύναται να πωλούν άνευ παραστατικού. Κανείς δεν θα διαμαρτυρηθεί εάν συλληφθεί παραβαίνων, αλλά δεν μπορείς να θεωρείς εκ προοιμίου επιχειρήσεις ή ολόκληρους κλάδους ως παραβάτες και να τους υποχρεώνεις πως θα εξοφλούν τα τιμολόγια που λαμβάνουν, διότι κυρίως είναι ανέφικτο να το ελέγξεις και θα είναι ακόμη ένα αναποτελεσματικό μέτρο.
Μίχας Νικόλαος
Οικονομολόγος-Λογιστής