Το Δ' Τμήμα του Αρείου Πάγου έκανε δεκτή την αίτηση της ΕΚΠΟΙΖΩ, με την οποία ζητούσε να κριθούν καταχρηστικοί και παράνομοι τρεις καίριοι όροι τραπεζικών συναλλαγών, που επιβαρύνουν αδικαιολόγητα βασικές, καθημερινές και θεμελιώδεις συναλλαγές των καταναλωτών με τις τράπεζες.
Η συγκεκριμένη απόφαση (2123/2009) του Αρείου Πάγου, αφορά υπόθεση συλλογικής αγωγής της Ένωσης Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής (ΕΚΠΟΙΖΩ) κατά της Τράπεζας Πειραιώς. Συγκεκριμένα, οι όροι που κρίθηκαν παράνομοι και καταχρηστικοί είναι:
* H προμήθεια 1,40 ευρώ που εισπράττει η Τράπεζα για κάθε κατάθεση που γίνεται σε λογαριασμό πελάτη της από τρίτο πρόσωπο και όχι από τον ίδιο τον πελάτη.
Όπως εξηγεί η ΕΚΠΟΙΖΩ πρόκειται για την επιβάρυνση που επιβάλλεται στον καταναλωτή όταν καταθέτει χρήματα στον καταθετικό λογαριασμό ενός τρίτου (λ.χ. για το ενοίκιο, σε φιλικό του ή συγγενικό του πρόσωπο, για οποιαδήποτε αιτία). Πρόκειται για χρέωση που προβλέπει η συντριπτική πλειοψηφία των τραπεζών και ανέρχεται συνήθως από 1,20 έως 1,50 ευρώ.
* H προμήθεια 0,80 ευρώ ανά συναλλαγή που εισπράττει η Τράπεζα Πειραιώς για κάθε κίνηση λογαριασμού (ταμιευτηρίου ή τρεχούμενου) που αφορά ανάληψη ή κατάθεση μετρητών ή κατάθεση επιταγής, όταν οι κινήσεις είναι περισσότερες από τέσσερις το μήνα και ο λογαριασμός έχει μέσο μηνιαίο υπόλοιπο 1.500 ευρώ ή περισσότερες από έξι το μήνα και ο λογαριασμός έχει μέσο μηνιαίο υπόλοιπο 1.500,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ ή περισσότερες από 20 το μήνα και ο λογαριασμός έχει μέσο μηναίο υπόλοιπο από 30.000,01 έως 100.000 ευρώ ή περισσότερες από 50 το μήνα και ο λογαριασμός έχει μηναίο υπόλοιπο από 100.000,01 έως 200.000 ευρώ. Κοινώς λέει η ΕΚΠΟΙΖΩ, καταχρηστικός κρίνεται ο όρος που προβλέπει ότι στην περίπτωση που οι κινήσεις ενός λογαριασμού ταμιευτηρίου ή τρεχούμενου είναι περισσότερες από τέσσερις το μήνα ο κάτοχος του λογαριασμού να επιβαρύνεται με 0,80 ευρώ για κάθε κίνηση.
* O όρος που εμπεριέχεται στις δανειακές συμβάσεις (στεγαστικά δάνεια) που συνάπτει η Τράπεζα με τους καταναλωτές και ο οποίος προβλέπει «την κατάθεση του προϊόντος του δανείου σε δεσμευμένο λογαριασμό του οφειλέτη στην Τράπεζα και τη σταδιακή αποδέσμευση αυτού με την ταυτόχρονη όμως καταβολή τόκου εκ μέρους του οφειλέτη-καταναλωτή για το σύνολο του ποσού του δανείου και όχι για το μέρος αυτού το οποίο βρίσκεται στη διάθεσή του».
Καταχρηστικός δηλαδή εξηγεί η ΕΚΠΟΙΖΩ κρίνεται και ο όρος που προβλέπει για την περίπτωση του στεγαστικού δανείου που χρησιμοποιείται για κατασκευή ή ανέγερση κατοικίας, ότι το δάνειο κατατίθεται σε δεσμευμένο λογαριασμό και, ενώ ο δανειολήπτης το αναλαμβάνει τμηματικά, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, επιβαρύνεται με τους τόκους του δανείου από την ημέρα που κατατίθεται το ποσόν στον δεσμευμένο λογαριασμό.
Το αποτέλεσμα είναι ο δανειολήπτης να πληρώνει αδικαιολόγητα τόκους για κεφάλαια του δανείου τα οποία στην πραγματικότητα δεν είχαν περιέλθει σε αυτόν.
Η απόφαση αναπέμπει στο Εφετείο το αίτημα της ΕΚΠΟΙΖΩ για την αναγνώριση δικαιώματος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ποσού 100.000 ευρώ.
«Mε την αμετάκλητη απόφαση οι καταναλωτές ασφαλώς μπορούν να διεκδικήσουν την επιστροφή των χρημάτων που έχουν υποχρεωθεί να καταβάλουν, σε εφαρμογή των παράνομων τραπεζικών πρακτικών». Ωστόσο, για ευνόητους πρακτικούς λόγους, στις περιπτώσεις που πρόκειται για μικροχρεώσεις, η διεκδίκηση αυτή είναι σχεδόν αδύνατη. Η Πολιτεία θα πρέπει γι' αυτό να θεσπίσει, κατ' αντιστοιχία προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μέσα προστασίας που θα προβλέπουν την αποστέρηση των παράνομων κερδών από τις τράπεζες και τη διάθεσή τους για κοινωφελείς σκοπούς. Τούτο είναι αναγκαίο προκειμένου να επέλθει ένα αποτελεσματικό πλήγμα στα ίδια τα κίνητρα που παράγουν τις παράνομες αυτές πρακτικές» σημειώνει η ΕΚΠΟΙΖΩ και καλεί τους αρμόδιους φορείς να αναλάβουν τις ευθύνες τους στην προστασία των καταναλωτών. Δηλαδή, το υπουργείο Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας να επέμβει και να υποχρεώσει όλες τις άλλες τράπεζες, με την απειλή των προβλεπομένων διοικητικών κυρώσεων, να εγκαταλείψουν αυτές τις παράνομες πρακτικές και κυρίως «να μην επιτρέψει την συγκάλυψη των παράνομων αυτών πρακτικών με προσχηματικές αλλαγές ή την αντικατάστασή τους με άλλες παρεμφερείς παράνομες πρακτικές».