Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 πρέπει να εφαρμοστεί στην Ελλάδα η νέα οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις
Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 πρέπει να εφαρμοστεί στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ η νέα, υπό έκδοση οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών.
Η νέα οδηγία, με την οποία τροποποιούνται οι οδηγίες 2006/48 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και 2006/49 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, αποτελεί μέρος του προγράμματος μεταρρύθμισης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της ΕΕ για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και την πρόληψη παρόμοιων καταστάσεων.
Όπως υπολογίζεται από αρμόδιους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
η τρέχουσα κρίση μπορεί να έχει ως συνέπεια ζημιές, ύψους 1,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε μειώσεις περιουσιακών στοιχείων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Όπως αναφέρουν, τις ζημιές αυτές μαζί με τις αρνητικές συνέπειες πού απορρέουν για την πραγματική οικονομία, θα τις υποστούν, σε διαφορετικό επίπεδο διάφορες ομάδες ενδιαφερομένων, όπως είναι π.χ. μέτοχοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων η φορολογούμενοι.
Οι βελτιώσεις που προτείνονται με την υπό έκδοση οδηγία αποβλέπουν στο να καταστήσουν το πλαίσιο της Οδηγίας για τις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις-ΟΚΑ(αποτελούμενη από τις δύο οδηγίες που προαναφέρθηκαν, τις 2006/ 48 και 49 ) πιο ισχυρό, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για πιο αποτελεσματικές πρωτοβουλίες και πρακτικές διαχείρισης κινδύνου, περισσότερο επαρκείς και λιγότερο μεταβλητές τραπεζικές κεφαλαιακές απαιτήσεις και ένα καλύτερο σύστημα δημοσιοποίησης των θέσεων κινδύνου των τραπεζών στους συμμετέχοντες στην αγορά.
Μεταξύ άλλων στην υπό έκδοση οδηγία προβλέπονται:
Κεφαλαιακές απαιτήσεις για πράξεις επανατιτλοποίηση: Όπως αναφέρεται στο σχετικό κείμενο, οι πράξεις επανατιτλοποίσης, είναι πράξεις τιτλοποίησης, που διαθέτουν υποκείμενες θέσεις τιτλοποίησης, συνήθως για την «επανασυσκευασία» ανοιγμάτων τιτλοποίησης μεσαίου κινδύνου σε νέους τίτλους. Γενικά, θεωρούνται χαμηλού πιστωτικού κινδύνου από τους οργανισμούς αξιολόγησης και τους παράγοντες της αγοράς. Ωστόσο, εξαιτίας της πολυπλοκότητας και της ευαισθησίας αυτών σε συσχετιζόμενες απώλειες, οι πράξεις επανατιτλοποίησης συνεπάγονται υψηλότερους κινδύνους από τις απλές πράξεις τιτλοποίησης. Η νέα, υπό έκδοση οδηγία προβλέπει ένα σύνολο κεφαλαιακών απαιτήσεων, υψηλότερων από αυτές που ισχύουν για τις απλές θέσεις τιτλοποίησης της ίδιας διαβάθμισης και επί πλέον προβλέπει ενισχυμένη εποπτική διαδικασία για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, οι οποίες είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες.
Απαιτήσεις δημοσιοποίησης: Με τη νέα οδηγία ενισχύονται οι υφιστάμενες απαιτήσεις δημοσιοποίησης, που προβλέπονται στις οδηγίες περί κεφαλαιακών απαιτήσεων, όσον αφορά τα ανοίγματα τιτλοποίησης των ιδρυμάτων. Μελλοντικά, οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης θα καλύπτουν όχι μόνον τους κινδύνους θέσεων τιτλοποίησης στις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγές, αλλά και εκείνους θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
Κεφαλαιακές απαιτήσεις κινδύνου αγοράς για πράξεις τιτλοποίησης:
Σήμερα, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για πράξεις τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών υπολογίζονται ωσάν τα συγκεκριμένα μέσα να είναι κανονικές χρεωστικές θέσεις. Η πρακτική αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με τα ισχύοντα για το τραπεζικό χαρτοφυλάκιο, όπου υπάρχει ένα χωριστό σύνολο κεφαλαιακών απαιτήσεων, πιο διαφοροποιημένο και ευαίσθητο σε θέματα κινδύνων. Η πρόταση οδηγίας προβλέπει, ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών θα βασίζονται στο συγκεκριμένο σύνολο κεφαλαιακών απαιτήσεων για ισοδύναμους τίτλους στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο.
Κεφαλαιακές απαιτήσεις βασισμένες στα εσωτερικά υποδείγματα για κινδύνους αγοράς: Η νέα οδηγία θα ενισχύσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που βασίζονται σε εσωτερικά υποδείγματα από διάφορες απόψεις. Μεταξύ, άλλων τα ιδρύματα θα υποχρεούνται να εκτιμήσουν όχι μόνον τον κίνδυνο απωλειών εξαιτίας μη πληρωμής οφειλών στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, αλλά και τις δυνητικές απώλειες εξαιτίας επιδείνωσης της ποιότητας της πίστωσης, εκτός της αδυναμίας πληρωμής.
Μισθολογικές πολιτικές: Με βάση το ευρωπαϊκό εποπτικό πλαίσιο,που ισχύει σήμερα δεν υπάρχει καμία ρητή απαίτηση υπαγωγής των μισθολογικών πολιτικών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε εποπτεία. Έτσι, οι εποπτικές αρχές, γενικά δεν επικεντρώνονται στις συνέπειες της μισθολογικής πολιτικής για τούς κινδύνους και την αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων.
Με την τροποποίηση των οδηγιών που γίνεται με τη νέα οδηγία σκοπός είναι:
1) να επιβληθεί δεσμευτική υποχρέωση στα πιστωτικά ιδρύματα και στις επιχειρήσεις επενδύσεων, ώστε να εφαρμόζουν μισθολογικές πολιτικές και πρακτικές, οι οποίες προωθούν την αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων, σε συνδυασμό με αρχές υψηλού επιπέδου σχετικά με τις ορθές αμοιβές
2) να υπαχθούν οι πολιτικές αποδοχών στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής αξιολόγησης, στο πλαίσιο των οδηγιών περί κεφαλαιακών απαιτήσεων, ώστε οι εποπτικοί φορείς να μπορούν να απαιτήσουν από την επιχείρηση να λάβει μέτρα για την επανόρθωση τυχόν προβλημάτων που θα εντοπίσουν
3) να διασφαλιστεί ότι οι εποπτικοί φορείς μπορούν να επιβάλουν κυρώσεις οικονομικού και μη οικονομικού χαρακτήρα (συμπεριλαμβανομένων και των πρόστιμων) κατά των επιχειρήσεων εκείνων, που δε συμμορφώνονται με τη σχετική υποχρέωση.
Οφέλη από τη νέα οδηγία
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά, ότι με την έκδοση και εφαρμογή της νέας οδηγίαςοι δανειστές, συμπεριλαμβανομένων και των ΜΜΕ θα επωφεληθούν από μια λιγότερο κυκλική φύση τραπεζικού δανεισμού, που θα τους επιτρέπει να αναπτύσσουν ενέργειες πιο επικερδείς και πιο σημαντικές για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία.
Το σημαντικότερο, όμως τονίζει η Επιτροπή είναι ότι οι τροποποιήσεις που προτείνονται θα ενδυναμώσουν την οικονομική σταθερότητα και θα αντιμετωπίσουν τις υπερβολικές, φιλοκυκλικές επιπτώσεις των τραπεζικών ρυθμίσεων, και έμμεσα θα προκαλέσουν οφέλη σε πολλές ενδιαφερόμενες ομάδες της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζικών υπαλλήλων, εξαιτίας της καλύτερης οικονομικής κατάστασης των εργοδοτών, αλλά και των νοικοκυριών, τα οποία θα ανακτήσουν την εμπιστοσύνη προς τις τράπεζες.