Διυπουργική Επιτροπή θα αποφασίσει για το σχέδιο νόμου για την ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων.
Το σχετικό νομοσχέδιο αποτελούσε προεκλογική δέσμευση της Κυβέρνησης, και παρά το γεγονός ότι έχει παρουσιασθεί από τον Δεκέμβριο 2009 , ακόμη δεν έχει ψηφισθεί. Ουσιαστικά το θέμα παραμένει εκκρεμές από τις 23 Απριλίου, οπότε κοινοποιήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση η γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης.
Η ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας τροποποίησε το σχέδιο νόμου στην βάση των παρατηρήσεων της ΕΚΤ και το έστειλε προς υπογραφή στα συναρμόδια υπουργεία. Ωστόσο, οι υπογραφές δεν προχώρησαν, καθώς με παρέμβαση της αντιπροεδρίας της κυβέρνησης, αποφασίσθηκε να υπάρξει περαιτέρω εξέταση των επιπτώσεων του σχεδίου νόμου στο τραπεζικό σύστημα.
Η ΕΚΠΟΙΖΩ και άλλες πιστοποιημένες ενώσεις καταναλωτών απέστειλαν τους τελευταίους τέσσερις μήνες σειρά επιστολών προς το γραφείο του πρωθυπουργού Γ.Παπανδρέου για το συγκεκριμένο θέμα και συγκέντρωσαν και περίπου 3.000 υπογραφές φυσικών προσώπων, ζητώντας την άμεση ψήφιση του νομοσχεδίου.
Υπό την πίεση αυτή, ο κ. Παπανδρέου ζήτησε την σύσταση Διυπουργικής Επιτροπής, η οποία θα αποφασίσει για τις τελικές αλλαγές στο σχέδιο νόμου. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Διυπουργική Επιτροπή θα συνεδριάσει πριν από τα τέλη Ιουνίου.
Τι προβλέπει το νομοσχέδιο
Οι βασικές διατάξεις του προσχεδίου νόμου που έχει δημοσιοποιήσει το υπουργείο Οικονομίας προβλέπουν πως οι δανειολήπτες που μπορούν να ενταχθούν στις ευνοϊκές ρυθμίσεις είναι φυσικά πρόσωπα που χωρίς δόλο έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής.
Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών που έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την έναρξη της σχετικής διαδικασίας, ενώ εξαιρούνται και οι οφειλέτες πουν έχουν χρέη από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Για τη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, προβλέπεται πως πριν πάει ο δανειολήπτης στο δικαστήριο να καταθέσει αίτημα για ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή από μέρους αυτών, πρέπει πρώτα να προσπαθήσει εξωδικαστικά να βρει λύση με την τράπεζα ή τις τράπεζες στις οποίες χρωστά. Η προσπάθεια θα γίνεται με τη βοήθεια του Συνηγόρου του Καταναλωτή ή κάποιας καταναλωτικής οργάνωσης.
Εάν αυτή δεν αποφέρει καρπούς, ο φορέας που συνέδραμε στην προσπάθεια θα χορηγεί βεβαίωση που θα διαπιστώνει την αποτυχία. Με αυτή θα πάει ο δανειολήπτης στο δικαστήριο. Εάν επιτευχθεί συμφωνία, συντάσσεται πρακτικό, το οποίο αποτελεί τίτλο εκτελεστό και επικυρώνεται από τον ειρηνοδίκη.
Αρμόδιο δικαστήριο για τη διαδικασία είναι το Ειρηνοδικείο της περιοχής όπου διαμένει ο οφειλέτης. Κατά τη διαδικασία κατάθεσης της αίτησης προσκομίζονται αίτηση που να περιέχει την οικονομική του κατάσταση, βεβαίωση του Συνηγόρου ή της καταναλωτικής οργάνωσης ότι απέτυχε ο εξωδικαστικώς συμβιβασμός, κατάσταση των πιστωτών και των οφειλών προς αυτούς από κεφάλαιο και τόκους, κ.α.
Από την στιγμή που θα κοινοποιηθεί η αίτηση μέχρι να βγει οριστική απόφαση από το δικαστήριο, αναστέλλονται όλα τα καταδιωκτικά μέτρα κατά του οφειλέτη, ήτοι κατασχέσεις και πλειστηριασμοί περιουσιακών στοιχείων. Δύο μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης και σε προθεσμία 15 ημερών ο οφειλέτης μπορεί να επιφέρει αλλαγές στο σχέδιο διευθέτησης που είχε αρχικά καταθέσει, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των τραπεζών. Εάν δεν επιτευχθεί συμβιβασμός, τότε θα γίνει δικαστική ρύθμιση χρεών με απαλλαγή από χρέη.
Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να εκδοθεί σε μόλις δύο μήνες από τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο και ότι αν αυτό απορρίψει την αίτηση του οφειλέτη, τότε εκείνος έχει δικαίωμα να καταθέσει νέα αίτηση ύστερα από έξι μήνες.
Αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματα του ίδιου ή και της συζύγου του, τα σταθμίζει με βάση τις βιοτικές ανάγκες του ίδιου και ενδεχομένως της οικογένειάς του και τον υποχρεώνει να καταβάλλει μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ορισμένο ποσό για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του συμμέτρως διανεμόμενο.
Το δικαστήριο θα μπορεί να αποφασίζει βάσει των μεταβολών στο εισόδημα τις αυξομειώσεις στις μηνιαίες δόσεις. Μάλιστα, η μηνιαία δόση μπορεί να είναι ακόμη και μηδενική σε εξαιρετικές περιστάσεις όπως χρόνια ανεργία, προβλήματα υγείας κ.ά.
Αν υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία του οφειλέτη, δηλαδή ακίνητα ή άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία, ορίζεται εκκαθαριστής. Από την εκποίηση μπορεί να εξαιρεθεί η πρώτη κατοικία ακόμη και αν είναι προσημειωμένη, με την προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης θα καταβάλει το 85% της εμπορικής της αξίας μέσα σε μία εικοσαετία. Τέλος, προβλέπεται έκπτωση του οφειλέτη από την ευνοϊκή ρύθμιση στην περίπτωση που καθυστερεί την πληρωμή των δόσεων για περισσότερο από δύο μήνες.