Περίπου 300-350 πρατήρια καυσίμων σε όλη τη χώρα έχουν τους τελευταίους μήνες αναστείλει τη λειτουργία τους, καθώς αδυνατούν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους προς τις εταιρίες εμπορίας και αυτές σταμάτησαν να τα εφοδιάζουν με καύσιμα.
Την ίδια ώρα, η κατανάλωση καυσίμων εμφανίζει πτώση άνω του 20%, ενώ στη σούπερ αμόλυβδη, που είναι το ακριβότερο καύσιμο, η μείωση φθάνει στο 60%.
Τα στοιχεία ανέφεραν εκπρόσωποι του Συνδέσμου Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών, επισημαίνοντας ότι η αγορά καυσίμων βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση αντιμετωπίζοντας την αύξηση των τιμών, τη μείωση της κατανάλωσης, τη σημαντική αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους (υψηλότερα κεφάλαια κίνησης για τη διακίνηση του ίδιου εμπορεύματος, επειδή ανέβηκαν οι τιμές), σε μία περίοδο που τα δανειακά κεφάλαια είναι δυσεύρετα και ακριβά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο ΣΕΕΠΕ, η αύξηση των τιμών από το Φεβρουάριο στην αμόλυβδη υπερβαίνει τα 40 λεπτά το λίτρο (ή ποσοστό 37%) και οφείλεται αποκλειστικά στους φόρους και την άνοδο των διεθνών τιμών.
Συγκεκριμένα η μέση λιανική τιμή στις 5 Φεβρουαρίου ήταν 1,101 ευρώ και έφτασε στις 14 Μαίου στο 1,509 ευρώ, δηλαδή αυξήθηκε κατά 40,8 λεπτά. Από αυτά τα 26 λεπτά ήταν η αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, 8,6 λεπτά η αύξηση του ΦΠΑ, 0,2 λεπτά λοιπές εισφορές και 6,1 λεπτά ανέβηκε η τιμή διυλιστηρίου.
Το μικτό περιθώριο κέρδους εταιριών και πρατηριούχων, σύμφωνα πάντα με τον ΣΕΕΠΕ, μειώθηκε κατά 0,2 λεπτά.
Ο πρόεδρος του ΣΕΕΠΕ Σ.Χριστογιάννης άσκησε κριτική στο θέμα της απελευθέρωσης των μεταφορών, λέγοντας ότι με τον τρόπο που γίνεται ουσιαστικά συνιστά μη απελευθέρωση, αφού το κόστος αγοράς μιας άδειας βυτιοφόρου καθορίζεται σε 200.000 ευρώ, όσο περίπου έχει διαμορφωθεί η τιμή αγοράς για τις υπάρχουσες άδειες.
Ο ίδιος υπενθύμισε ότι υπάρχει τελεσίδικη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την κατάργηση κάθε περιορισμού στην έκδοση αδειών βυτιοφόρων και ότι για το ίδιο θέμα η χώρα μας έχει παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.