Η επικέντρωση της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας σε προϊόντα χαμηλού βαθμού διαφοροποίησης συνιστά μια από τις βασικές αδυναμίες της εγχώριας κλωστοϋφαντουργίας, η οποία δεν είναι πλέον σε θέση να ανταγωνιστεί την παραγωγή των αναπτυσσόμενων χωρών στο πεδίο των τιμών. Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), για τον κλάδο, η τεχνολογική αναβάθμιση, η ανάπτυξη νέων καινοτόμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, η εκμετάλλευση της πολύχρονης εμπειρίας και η αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης της χώρας μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την επανατοποθέτηση του κλάδου στις διεθνείς αγορές, με πιθανότητες επιτυχίας.
Εκπρόσωποι του κλάδου επισημαίνουν την έλλειψη εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού για τον κλάδο. Εκτιμούν επίσης ότι η έλλειψη πολιτικής για το ελληνικό βαμβάκι, που αποτελούσε στις προηγούμενες δεκαετίες σημαντικότατο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την ελληνική κλωστοϋφαντουργία, έχει οδηγήσει σταδιακά σε ποιοτική υποβάθμιση αυτής της βασικής για τον κλάδο εισροής.
Υστερήσεις και προβλήματα παρατηρούνται επίσης στις επενδύσεις έρευνας και ανάπτυξης καινοτόμων προϊόντων, στη σύνδεση της παραγωγής με την εκπαίδευση, στη συμμόρφωση των προϊόντων με συγκεκριμένες προδιαγραφές, στις τηλεπικοινωνιακές υποδομές στην περιφέρεια, στη σχέση των επιχειρήσεων με το χρηματοπιστωτικό σύστημα και με το σύστημα πληρωμών που στηρίζεται σε μεταχρονολογημένες επιταγές.
ΠΑΡΕΜΠΟΡΙΟ
Το παρεμπόριο και ο παράνομος τρόπος εισαγωγής και διακίνησης κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων αποτελούν ένα επιπλέον σημαντικό χρόνιο πρόβλημα για τον κλάδο. Θεωρείται τέλος απαραίτητη η ισότιμη αντιμετώπιση όλων των επιχειρήσεων του κλάδου και η αποφυγή φαινομένων επιλεκτικής κρατικής συνδρομής σε μεμονωμένες επιχειρήσεις, καθώς αυτή δεν διασφαλίζει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και μπορεί τελικά να οδηγήσει σε πολλαπλάσια αρνητικά αποτελέσματα.
Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ, βασική προτεραιότητα για τον κλάδο θα πρέπει να αποτελέσει η άμεση κατάρτιση ενός συνολικού στρατηγικού σχεδίου με συμμετοχή της πολιτείας και των εκπροσώπων του. Εκεί θα αναδειχθούν οι αδυναμίες, οι ευκαιρίες και οι προοπτικές για τον κλάδο και θα υπάρξει σύνδεση με τα υφιστάμενα χρηματοδοτικά εργαλεία για την ενίσχυση των αναγκαίων επενδύσεων.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εντοπιστεί αν ήδη υπάρχουν χρηματοδοτικά εργαλεία που μπορεί να βοηθήσουν στην ικανοποίηση των αιτημάτων των επιχειρήσεων του κλάδου σε σχέση π.χ. με τη θεσμοθέτηση προγραμμάτων και κινήτρων για την παραγωγή προϊόντων εντάσεως τεχνολογίας, όπως technical textiles, functional and multifunctional textiles, την υιοθέτηση «μη τεχνολογικών» καινοτομιών, όπως σχεδιασμός προϊόντων, marketing, customer-service, και την τεχνολογική αναβάθμιση του κλάδου και εισαγωγή τεχνολογιών πληροφορικής στην εφοδιαστική αλυσίδα. Θα πρέπει συγχρόνως να διευκρινιστεί τι εμποδίζει τις επιχειρήσεις να αναλάβουν σχετικές πρωτοβουλίες.
Σημαντική για τον κλάδο μπορεί να είναι η συνεισφορά του κράτους σε δράσεις όπως η υποστήριξη εταιρικών αναδιαρθρώσεων, η σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, η προώθηση της έρευνας και η ενίσχυση των υποστηρικτικών του δομών.
Στις πρωτοβουλίες που μπορεί να αναληφθούν χωρίς ιδιαίτερο κόστος περιλαμβάνεται ο συστηματικός έλεγχος της αγοράς, ώστε να υπάρχει προστασία επιχειρήσεων από το παρεμπόριο και η συνεπής εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας για τον έλεγχο της σύνθεσης των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, καθώς επίσης και για τον έλεγχο των απαγορευμένων ουσιών.
ΚΡΙΣΙΜΟ
Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί και το μέλλον της παραγωγής βάμβακος στην Ελλάδα, το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με την Κοινή Αγροτική Πολιτική και το καθεστώς επιδοτήσεων. Η εθνική διαπραγματευτική θέση που θα διαμορφωθεί θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και πιθανές επιπτώσεις στην εγχώρια κλωστοϋφαντουργία. Τέλος, η ενίσχυση δράσεων από τον Οργανισμό Προώθησης Εξαγωγών και άλλους κρατικούς φορείς μπορεί να συμβάλλει θετικά στη διείσδυση σε νέες αγορές, όπως και η κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού στις εξαγωγικές διαδικασίες και στον εμπορικό τομέα.