Στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 2,5 ετών περίπου, κυμαίνονται τα επιτόκια καταθέσεων που προσφέρουν οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται στη χώρα, ιδιαίτερα των προθεσμιακών λογαριασμών και των καταθετικών προϊόντων που προαπαιτούν την δέσμευση του κεφαλαίου για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Οι τράπεζες, λόγω της περιορισμένης πρόσβασης που έχουν στις διατραπεζική αγορά, συνέπεια της δημοσιονομικής κρίσης, αλλά και της εκροής καταθέσεων που συνεχίζεται και το 2011 με αμείωτους ρυθμούς, ανταγωνίζονται στην προσφορά υψηλών επιτοκίων προκειμένου να διακρατήσουν τις καταθέσεις και εάν είναι δυνατόν να τις αυξήσουν όταν διαφανούν τα πρώτα σημάδια εξόδου από την κρίση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών μειώθηκαν τον Μάιο κατά 4,9 δισ. ευρώ. Η νέα αυτή εκροή ανεβάζει τις συνολικές απώλειες που έχουν υποστεί οι τράπεζες από την αρχή του έτους στα 17,8 δισ. ευρώ. Εξάλλου, σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, κατά 40 δισ. ευρώ περίπου μειώθηκαν οι καταθέσεις του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα ή 14% σε ετήσια βάση το 2010, σημειώνοντας μαζί με την Ιρλανδία τις μεγαλύτερες απώλειες καταθέσεων μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Στην μελέτη υπήρχε η εκτίμηση ότι οι συνολική μείωση καταθέσεων το 2011 θα είναι της τάξης των 19 δισ. ευρώ, που σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα όχι μόνο θα επαληθευτεί αλλά και θα ξεπεραστεί.
Όπως επισημαίνουν και οι ίδιοι οι τραπεζίτες, οι πολίτες που επιθυμούν να προχωρήσουν σε αποταμίευση ενός χρηματικού ποσού θα πρέπει να προχωρούν σε βάθος έρευνας αγοράς καθώς οι διαφοροποιήσεις των επιτοκίων είναι σημαντικές, αλλά προπάντων και τα επιμέρους χαρακτηριστικά των καταθετικών προϊόντων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι για ένα ποσό 10.000 με χρονική διάρκεια δέσμευσης ενός έτους τα προσφερόμενα επιτόκια κυμαίνονται από 1% μέχρι 5% περίπου που έχει ως αποτέλεσμα η ετήσια απόδοση να παρουσιάζει διαφορά έως και 350 ευρώ περίπου, ανάλογα με την τράπεζα που τελικά θα επιλεγεί.
Οι διαφορές γίνονται εντονότερες, για μεγαλύτερα ποσά κατάθεσης. Πιο συγκεκριμένα για 50.000 με διάρκεια κατάθεσης ενός έτους τα επιτόκια που προσφέρονται κυμαίνονται από 1,50% μέχρι και 5,50% περίπου, με αποτέλεσμα η ετήσια απόδοση να κυμαίνεται από 750 ευρώ μέχρι και 2.750 ευρώ, δηλαδή μια διαφορά 2.000 (σε μηνιαία βάση 165 ευρώ περίπου, διόλου αμελητέο ποσό)
Εκτός από το προσφερόμενο επιτόκιο, οι υποψήφιοι καταθέτες θα πρέπει πριν καταλήξουν στην επιλογή του προϊόντος να λάβουν υπόψη τους μια σειρά ακόμη παραγόντων, όπως κάθε πότε καταβάλλονται οι τόκοι καθώς και στον τομέα αυτό υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις καταβάλλονται κάθε μήνα, σε άλλες κάθε τρίμηνο ή εξάμηνο και σε άλλες σε ετήσια βάση, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που μπορεί να προκαταβάλλονται.
Επίσης, ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να υπολογίζουν και να δίνουν σημασία στο συνολικό ετήσιο επιτόκια και όχι στα επιμέρους επιτόκια που μπορεί για παράδειγμα να προσφέρονται για το τελευταίο μόνον τρίμηνο της κατάθεσης. Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας είναι το ύψος του ποσού που θα κληθούν να καταβάλουν σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης, λόγω κάποιας έκτακτης ανάγκης που θα προκύψει. Και στον τομέα αυτό οι τράπεζες παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις.
ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Ιδιαίτερη αξία έχουν οι πάγιες συστάσεις του Μεσολαβητή Τραπεζικών και Επενδυτικών Υπηρεσιών, που θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι αφορούν γενικότερα όσους βρίσκονται στη διαδικασία αναζήτησης όχι μόνον καταθετικών προϊόντων, αλλά και γενικότερα επενδυτικών.
Ειδικότερα, οι συναλλασσόμενοι για καταθέσεις και επενδύσεις σε μεικτά προϊόντα, σύμφωνα με το Μεσολαβητή θα πρέπει:
* Να μελετούν προσεκτικά τους όρους των αιτήσεων-συμβάσεων πριν τις υπογράψουν.
* Να συμβουλεύονται τον τιμοκατάλογο (πίνακα εξόδων και προμηθειών) με τις επιβαρύνσεις κατά συναλλαγή, που είναι αναρτημένος σε κάθε κατάστημα τράπεζας.
* Να ζητούν από τους υπαλλήλους διευκρινίσεις για τα σημεία που δεν κατανοούν.
* Να ερωτούν αναλυτικά για το είδος του επενδυτικού προϊόντος, το επιτόκιο του οποίου είναι υψηλότερο -υπό προϋποθέσεις- από το μέσο επιτόκιο καταθετικού λογαριασμού (ταμιευτηρίου ή προθεσμίας) και ως εκ τούτου ιδιαίτερα δελεαστικό. Συνήθως, τα τραπεζικά αυτά προϊόντα είναι μικτά καταθετικά προϊόντα τα οποία συνδυάζουν τοποθέτηση ενός ποσοστού του κεφαλαίου σε προθεσμιακή κατάθεση και του υπολοίπου σε αμοιβαία κεφάλαια, η απόδοση των οποίων δεν είναι εγγυημένη.
* Η τυχόν αναφερόμενη απόδοση, μόνον ενδεικτική αξία έχει και δεν δεσμεύει την τράπεζα για τη μελλοντική απόδοση.