Στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών, τουλάχιστον, δεκαετιών βρίσκεται η απασχόληση στην Ελλάδα, καθώς πλέον ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός έπεσε κάτω από τα 4 εκατομμύρια, σύμφωνα με την ειδική μελέτη της Icap Group, που είδε το φως της δημοσιότητας πριν από μερικές ημέρες. Η αρνητική αυτή εξέλιξη, σε συνδυασμό με την «εκτόξευση» της ανεργίας, δημιουργούν έντονο προβληματισμό και σοβαρές επιφυλάξεις για μια σειρά μακροοικονομικών μεγεθών –μεταξύ αυτών και το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης. Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί σχεδόν σε όλη τη χώρα είναι πως στην περιφέρεια Θεσσαλίας, ο αριθμός των ανέργων εκτινάχθηκε στους 65.000, από 28.000, τρία χρόνια πριν την έναρξη της ύφεσης.
Η αύξηση αυτή των ανέργων στην περιφέρεια, είναι της τάξης του 128%, που σημαίνει ότι ο αριθμός των ανέργων υπερ-διπλασιάστηκε. Παράλληλα, από το ποσοστό της ανεργίας που για την Θεσσαλία, το 2011, κινήθηκε περίπου στο 21%-22%, φαίνεται ξεκάθαρα ο σημαντικός περιορισμός των θέσεων απασχόλησης. Χειρότερη είναι η κατάσταση στις περιφέρειες Βορείου Αιγαίου και Αττικής, όπου ο αριθμός των ανέργων τετραπλασιάστηκε, ενώ ακολουθούν Κεντρική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα –και στην πέμπτη θέση βρίσκεται η Θεσσαλία.
Τα στοιχεία παρουσιάζονται στην αναλυτική Μελέτη για την Απασχόληση στην Ελλάδα που εκπόνησε η Icap Group, για δεύτερη χρονιά, με χρήση των στατιστικών στοιχείων από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.). Στην έρευνα αποτυπώνεται η επιδείνωση της κατάστασης στη χώρα, για το 2011 –που ξεπέρασε κάθε σχετική πρόβλεψη και εκτίμηση. Μάλιστα, όπως τονίζουν οι μελετητές, οι μεταβολές των μακροοικονομικών μεγεθών ήταν κατά πολύ δυσμενέστερες, διαψεύδοντας όλες τις προβλέψεις που είχαν γίνει από εγχώριους φορείς και από διεθνείς οργανισμούς, οι οποίες απέτυχαν να εκτιμήσουν το εύρος της πτώσης στην τελική εγχώρια ζήτηση. Η ύφεση επεκτάθηκε το 2011 και το ΑΕΠ κατέγραψε πτώση 6,9% σε ετήσια βάση, ενώ συμπληρώνεται μία πενταετία συνεχούς συρρίκνωσής του. Η δραματική αυτή επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας είχε άμεσο αντίκτυπο στο μέτωπο της απασχόλησης, με τις δυσμενείς συνέπειες να πλήττουν κυρίως τον ιδιωτικό τομέα.
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ο μέσος αριθμός των απασχολουμένων μειώθηκε κατά 6,8% (298 χιλιάδες άτομα) το 2011 σε σχέση με το 2010. Επισημαίνεται ότι, η επιδείνωση ήταν ταχεία και εντεινόμενη στη διάρκεια του έτους, με συνέπεια το τελευταίο τρίμηνο του 2011 ο αριθμός των απασχολουμένων να πέσει για πρώτη φορά κάτω από τα 4 εκατομμύρια στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας. Η κάμψη της απασχόλησης συνεχίζεται και στο 2012, αφού ο αριθμός των απασχολουμένων κατά το Α’ Τρίμηνο του έτους μειώθηκε σε 3.837,9 χιλ., που συνεπάγεται ότι σε ένα χρόνο υπήρξε απώλεια 356,5 χιλ. θέσεων εργασίας, ενώ στη διετία 2010-2012 (Α’ Τρίμηνο) η μείωση των θέσεων εργασίας διαμορφώθηκε σε 587,7 χιλ. Το γεγονός αυτό αποτελεί το σημαντικότερο ίσως αντίκτυπο της συνεχιζόμενης οικονομικής ύφεσης στη χώρα.
ΜΕΙΩΣΗ
Αναλύοντας τα τριμηνιαία στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛ.ΣΤΑΤ., παρατηρείται ότι η αύξηση της ανεργίας τα έτη 2009 και 2010 δεν προήλθε μόνο από τη μείωση της απασχόλησης, αλλά και από την αύξηση του εργατικού δυναμικού (διάγραμμα σελ.3). Ωστόσο εντύπωση προκαλεί η μείωση του εργατικού δυναμικού από το 2011, για πρώτη φορά τα τελευταία τουλάχιστον 6 χρόνια. Η μείωση αυτή ενδέχεται να οφείλεται σε διάφορους λόγους όπως στη σημαντική άνοδο του πλήθους των ατόμων που ενώ βρέθηκαν χωρίς απασχόληση αποθαρρύνονται από την αποτυχία εύρεσης εργασίας και σταματούν την αναζήτηση, είτε στην αυξημένη αποχώρηση λόγω συνταξιοδότησης.
ΔΕΝ ΈΧΕΙ ΦΥΛΟ
Εξετάζοντας τις μεταβολές στον αριθμό των απασχολουμένων φαίνεται ότι, ενώ αρχικά, κατά το εννεάμηνο του 2009, η μείωση αφορούσε μόνο τους άνδρες απασχολούμενους, από το Δ΄ Τρίμηνο του 2009, η κρίση έπληξε και τη γυναικεία απασχόληση. Σε γενικές γραμμές η μείωση αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ωστόσο μεγαλύτερες μειώσεις, σε απόλυτα μεγέθη, καταγράφονται στις ηλικιακές ομάδες 30-44 και 45-64.
Η απασχόληση το 2009 ξεκίνησε να μειώνεται λόγω της μείωσης της πλήρους απασχόλησης, ενώ αντίθετα ο αριθμός των μερικώς απασχολούμενων εργαζομένων παρουσίαζε αύξηση. Ωστόσο από το Β΄ Τρίμηνο του 2011, περιορίσθηκαν και οι θέσεις μερικής απασχόλησης γεγονός που παραπέμπει στην όξυνση της κρίσης. Παρόλα αυτά, το ποσοστό της μερικής απασχόλησης βαίνει αυξανόμενο τα τελευταία έτη (7,2% το Α΄ Τρίμηνο του 2012, έναντι 6,8% το Α΄ Τρίμηνο του 2011). Η αρνητική οικονομική συγκυρία αν και αρχικώς έπληξε κυρίως τους μισθωτούς απασχολουμένους, καθώς εντεινόταν η κρίση στην Ελλάδα επηρέασε και όλες τις κατηγορίες των αυτοαπασχολουμένων ακόμα και την κατηγορία των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό (στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι με δελτίο παροχής υπηρεσιών).
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ
Ένα στοιχείο που χαρακτήριζε την αγορά εργασίας τα προηγούμενα έτη ήταν η συνεχής αύξηση του ποσοστού των προσωρινά απασχολουμένων. Συγκεκριμένα το ποσοστό της προσωρινής εργασίας (ως προς το σύνολο των μισθωτών) ανήλθε το Α΄ Τρίμηνο του 2010 σε 11,5%, ενώ το κατά το Α΄ Τρίμηνο του 2007 ήταν 10,3%. Ωστόσο το 2011 το ποσοστό των προσωρινά απασχολουμένων ήταν μειωμένο συγκριτικά με αυτό των ετών 2009-2010 (11,2% το 2011), τάση η οποία παρατηρείται και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2012 (9,6%). Η αύξηση του ποσοστού της προσωρινής απασχόλησης τα προηγούμενα έτη ουσιαστικά επήλθε ως πρώτη αντίδραση αρκετών επιχειρήσεων στην κρίση, με την υποκατάσταση των μόνιμων εργαζομένων με προσωρινά απασχολούμενους. Όμως, η ένταση της οικονομικής ύφεσης το 2011 πιθανολογείται ότι οδήγησε αρκετές επιχειρήσεις στη μείωση και των προσωρινά απασχολουμένων. Όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία της έρευνας, η προσωρινή εργασία παρουσιάζει έντονη εποχικότητα. Ειδικότερα, παρατηρείται αύξηση το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο κάθε έτους, η οποία οφείλεται κυρίως στην αύξηση της τουριστικής κίνησης το συγκεκριμένο διάστημα. Στα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η μεγάλη διείσδυση των συμβάσεων εκ
περιτροπής εργασίας και μερικής απασχόλησης και γενικότερα των ελαστικών μορφών απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), το 2011 οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης διαμορφώθηκαν σε 300.230, οι δε συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης διαμορφώθηκαν σε 84.519, εμφανίζοντας υποχώρηση (σε απόλυτα μεγέθη) συγκριτικά με το 2010. Ωστόσο, όπως αναφέρεται και στην Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για το
2011, με βάση τα στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) διαπιστώνεται διεύρυνση του ποσοστού των μερικά απασχολούμενων. Πράγματι, το 9% των νέων συμβάσεων εργασίας αφορούν συμβάσεις εκ περιτροπής εργασίας, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 6,9% το 2010 και 4,3% το 2009. Πέραν αυτών επισημαίνεται και το γεγονός ότι κατά το τελευταίο έτος σημειώθηκαν και 58.962 μετατροπές συμβάσεων, εκ των οποίων οι 32.420 αφορούσαν μετατροπή από πλήρη σε μερική απασχόληση και οι 26.542 από πλήρη σε εκ περιτροπής εργασία. Τα παραπάνω μεγέθη αναδεικνύουν το φαινόμενο της έντονης τάσης μετατόπισης προς τις λεγόμενες «ευέλικτες μορφές» απασχόλησης.
ΑΝΑ ΚΛΑΔΟ-ΕΠΙΠΕΔΟ
Αναφορικά με τη μείωση της απασχόλησης, σύμφωνα και με τα στοιχεία του Α΄ Τριμήνου του 2012 αυτή προήλθε κυρίως από τους κλάδους του χονδρικού-λιανικού εμπορίου (-88,3 χιλ. άτομα), της μεταποίησης (-65,1 χιλ. άτομα), των κατασκευών (-48,3 χιλ. άτομα), κ.α. Μείωση καταγράφηκε και στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, δασοκομία και αλιεία), ο οποίος μέχρι το Γ΄ Τρίμηνο του 2010 παρουσίαζε αξιόλογη αύξηση.
Περαιτέρω, εξετάζοντας τις μεταβολές της απασχόλησης ανά μορφωτικό επίπεδο, διαπιστώνεται ότι η κρίση επηρέασε τους απασχολούμενους κάθε μορφωτικού επιπέδου, με εξαίρεση αυτούς με διδακτορικό ή μεταπτυχιακό. Ειδικότερα κατά κύριο λόγο μειώνονται οι απασχολούμενοι με απολυτήριο δημοτικού και αυτοί με απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης, αλλά και οι απόφοιτοι Τ.Ε.Ι, ενώ από το δεύτερο εξάμηνο του 2011 σημαντική μείωση παρουσιάζεται και στους αποφοίτους Α.Ε.Ι. Όσον αφορά την αύξηση της απασχόλησης των κατόχων μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου, αυτή αποδίδεται στην υποκατάσταση εργαζομένων με λιγότερα εκπαιδευτικά προσόντα και όχι απαραίτητα στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου.
ΑΝΕΡΓΙΑ
Το πλήθος των ανέργων εκτινάχθηκε κατά το 2011, ξεπερνώντας για πρώτη φορά το επίπεδο του 1 εκατομμυρίου, ενώ το Α΄ τρίμηνο του 2012 διευρύνθηκε περαιτέρω. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., κατά το Α΄ Τρίμηνο του 2012, ο αριθμός των ανέργων στη χώρα μας ανήλθε σε 1.120.097 άτομα, αυξημένος κατά 9,2% σε σχέση με το Δ΄ Τρίμηνο του 2010 και κατά 41,3% έναντι του Α΄ Τριμήνου του 2011 (792.601 άνεργοι). Το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε δραματικά την τελευταία διετία, ανερχόμενο σε 17,7% το 2011, υψηλότερο κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Το τελευταίο τρίμηνο του 2011 το ποσοστό ανεργίας εκτινάχθηκε στο 20,7%, ενώ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2012 έφθασε στο 22,6%. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας το ποσοστό ανεργίας – υποαπασχόλησης ανέρχεται στο επίπεδο του 24,7% στο τέλος του 2011, εάν συνυπολογισθεί και το πλήθος των ατόμων που δεν αναζητούν πλέον εργασία λόγω αποθάρρυνσης ή για άλλους λόγους, όπως και εκείνων που εργάζονται αναγκαστικά με μορφές μερικής απασχόλησης (λόγω αδυναμίας να βρουν πλήρη). Μάλιστα στελέχη του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ εκτιμούν ότι ο δείκτης της πραγματικής ανεργίας θα ξεπεράσει το 26% στα τέλη του 2012.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Η άνοδος του ποσοστού ανεργίας συνοδεύτηκε και από διαφοροποίηση της σύνθεσης των ανέργων ως προς διάφορα χαρακτηριστικά (ηλικία, φύλλο, μόρφωση κλπ.). Εξετάζοντας τη σύνθεση των συνολικά καταγεγραμμένων ανέργων με βάση την ηλικία προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
Από τους 1.120.097 άνεργους (Α΄ Τρίμηνο του 2012), ποσοστό 42% (470,9 χιλ. περίπου) είναι άτομα ηλικίας 30-44 ετών, ενώ το 24% (269,2 χιλ. άτομα) είναι ηλικίας 45-64 ετών. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τον πληθυσμό κάθε ηλικιακής ομάδας και τους αντίστοιχους ανέργους της, φαίνεται ότι η ομάδα που κατ’ εξοχήν πλήττεται από την ανεργία είναι οι νέοι και ειδικότερα τα άτομα ηλικίας 15-19 και 20-24, όπου το ποσοστό ανεργίας τους είναι το υψηλότερο, καθώς φτάνει το 63,6% και το 50,9% αντίστοιχα κατά το Α’ Τρίμηνο του 2012. Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με αυτό των αντρών, και συγκεκριμένα 26,5% για τις γυναίκες, έναντι 19,7% για τους άντρες.
ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και το γεγονός της διεύρυνσης της ομάδας των μακροχρόνια ανέργων (δηλαδή όσοι αναζητούν εργασία πάνω από 12 μήνες), γεγονός που καταδεικνύει ότι η οικονομική κρίση καθιστά ολοένα δυσκολότερη τη μετάβαση από την ανεργία στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Α΄ Τρίμηνο του 2012), από το σύνολο των ανέργων το 56,5% (632,5 χιλ.) είναι μακροχρόνια άνεργοι, ενώ το 23,8% είναι νέοι άνεργοι, δηλαδή εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση.
ΜΟΡΦΩΣΗ
Όσον αφορά την κατανομή της ανεργίας σε σχέση με το επίπεδο εκπαίδευσης, παρατηρείται ότι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφεται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (34,3%) και όσοι δεν έχουν ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (33,1%). Ακολουθούν οι απόφοιτοι Γυμνασίου (25,2%) και οι απόφοιτοι Ανώτερης Τεχνολογικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (24,7%). Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (12%) και στους πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (15,7%), ωστόσο και σε αυτές τις κατηγορίες τα ποσοστά ανεργίας τους αυξήθηκαν σημαντικά κατά το πρώτο τρίμηνο του 2012.