Απογοητευτική είναι η αγοραστική κίνηση στην αγορά και της Λάρισας –με ελάχιστες εξαιρέσεις, καθώς οι καταναλωτές εμφανίζονται εξαιρετικά διστακτικοί στις αγορές τους. Η δεύτερη εβδομάδα κύλησε χωρίς να σημειωθεί κάτι το ιδιαίτερο, μεταφέροντας τις προσδοκίες του εμπορικού κόσμου για την ερχόμενη εβδομάδα, που σημαίνει το τέλος του μήνα και καταβολή μισθών. «Οι πρόσθετοι φόροι που καλούνται να πληρώσουν οι πολίτες είναι αυτό που έχει φρενάρει τον κόσμο. Τα χρήματα των φόρων στο εισόδημα είναι αυτά που έχουν φύγει από την αγορά», λέει ο πρόεδρος του ΕΣΛ, Γιώργος Τσιαπλές.
Μέσα στο δεκαπενθήμερο, περίπου, των θερινών εκπτώσεων, η μόνη ημέρα που έκανε αισθητή διαφορά, και από άποψη επισκεψιμότητας αλλά και από άποψη τζίρων ήταν η προπερασμένη Τετάρτη. Ωστόσο, συνέπιπτε με το δεκαπενθήμερο των μισθωτών δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και η τότε αυξημένη κίνηση αποδίδεται στην καταβολή των πληρωμών. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε «ανάκαμψη» του τζίρου θα πρέπει να αναμένεται από την ερχόμενη Δευτέρα, οπότε και επίκεινται νέες καταβολές μισθών.
«ΚΟΥΜΠΩΜΕΝΟΙ»
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΣΛ, Γιώργο Τσιαπλέ, αυτό που γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο είναι το πόσο περισσότερο «κουμπωμένοι» είναι οι καταναλωτές. Ο ίδιος, όπως και οι περισσότεροι συνάδελφοί του, το αποδίδουν αυτό στην υπέρμετρη φορολόγηση των εισοδημάτων. «Εάν από τον επιπλέον φόρο, περίπου 1.500-2.000 ευρώ, που προκύπτει για κάθε νοικοκυριό αφαιρεθούν περίπου 100-150 ευρώ και πολλαπλασιαστούν αυτά τα ποσά με το πλήθος των φορολογουμένων γίνεται αντιληπτό το ελάχιστο ποσό που έχει φύγει από την αγορά», είπε. Ο μεγαλύτερος προβληματισμός, όμως, του εμπορικού κόσμου, είναι το πόσο θα εντείνεται αυτή η αφαίμαξη των εισοδημάτων, είτε μέσω φορολόγησης είτε μέσω της λήψης μέτρων που περικόπτουν ακόμη περισσότερο το εισόδημα των πολιτών.
ΣΤΕΡΕΨΕ
Από την αγορά δεν λείπει μόνον το χρήμα που κινούν οι καταναλωτές –λείπει κι ένα από τα βασικότερα εργαλεία, τα κεφάλαια κίνησης. Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της ΕΣΕΕ, επιβεβαιώνεται και ποσοτικά πλέον η αδυναμία των εμπορικών επιχειρήσεων να χρηματοδοτηθούν: μόλις το 27% του δείγματος της έρευνας έχει λάβει τραπεζικό δάνειο, κάτι που σημαίνει ότι πρόσβαση στα τραπεζικά κεφάλαια έχουν λιγότερες από τρεις στις δέκα εμπορικές επιχειρήσεις. Το ποσοστό αυτό διπλασιάζεται στις μεγάλες επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζόμενους. Για το σύνολο του εμπορίου ο μέσος όρος ύψους δανείου επιχείρησης ανέρχεται στα 145.495,29 ευρώ.
Υπενθυμίζεται ακόμη ότι, σύμφωνα με έρευνα για λογαριασμό της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (ITUC), εννέα στους δέκα Έλληνες εργαζόμενους δηλώνουν ότι έχουν δει τα εισοδήματά τους να μειώνονται.