Της Λένας Κισσάβου
Αν και τις περισσότερες από τις γιορτινές ημέρες, η αγορά της Λάρισας σφύζει από ζωή, με μεγάλη κίνηση πολιτών στους δρόμους της και στους κεντρικούς πεζοδρόμους της, παρόλα αυτά τα ταμεία των εμπορικών καταστημάτων είναι …μείον σε σχέση με πέρυσι, την ίδια περίοδο.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου Λάρισας κ. Γιώργο Τσιαπλέ, ο τζίρος εμφανίζεται μειωμένος σε σχέση με πέρυσι αυτές τις μέρες, συνεχίζοντας την …ελεύθερη πτώση που ακολουθεί την τελευταία πενταετία.
«Κάθε πέρυσι και καλύτερα…», δηλώνει συγκεκριμένα, επισημαίνοντας ότι η μεγαλύτερη πτώση του φέτος, οφείλεται στους εξής λόγους:« Οι καταναλωτές δεν μπορούν να ανταποκριθούν στους μεγάλους φόρους που τους επιβάλλει το κράτος (χαράτσια, τέλη κυκλοφορίας..κ.α.) με αποτέλεσμα να στενεύουν ως εκ τούτου και τα οικονομικά περιθώρια αγορών. Αγοράζουν μόνο τα βασικά και αν επιλέξουν δώρα …για το καλό του χρόνου, αυτά έχουν βασικό κριτήριο επιλογής τις τιμές τους.
Οι μισθοί μειώθηκαν, τα δώρα Χριστουγέννων δεν δίνονται πια και η οικονομική δυσπραγία του κόσμου γίνεται έντονα αισθητή τα ταμεία των καταστημάτων. Απ την άλλη οι έμποροι έχουν μειώσει πολύ τις τιμές των προϊόντων τους κι έτσι ακόμη και αν πουλήσουν των ίδιο αριθμό τεμαχίων με τον περσινό, ο τζίρος τους είναι μικρότερος».
Παρατηρείται δε, ότι πριν μια πενταετία η αγοραστική κίνηση στα εμπορικά καταστήματα τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, διαρκούσε πολύ περισσότερες μέρες. Ειδικότερα, ο κ. Τσιαπλές αναφέρει ότι μια καλή περίοδος για την αγορά, ήταν πάντα τουλάχιστον πέντε μέρες πριν την ημέρα των Χριστουγέννων και αντίστοιχα πέντε μέρες πριν την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, ενώ σήμερα αυτές …συρρικνώθηκαν στις δύο. Όλο και μεγαλύτερο ποσοστό καταναλωτών κάνει τις αγορές του τελευταία στιγμή και όχι στη διάρκεια χρόνου των παλαιότερων εποχών, εξαντλώντας πρώτα τις οικονομικές υποχρεώσεις τους. Οι έμποροι δίνουν μια άνιση μάχη επιβίωσης, υποστηρίζει ο κ. Τσιαπλές, εξηγώντας συγκεκριμένα ότι: « Σήμερα με τη δυσβάσταχτη φορολογία, οι έμποροι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Σε αναλογία με όσα έχουν να πληρώσουν στο κράτος, δουλεύουν οκτώμισι μήνες για να πληρώσουν το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και τους υπόλοιπους για να επιβιώσουν. Κρατούμε τις επιχειρήσεις μας με νύχια και με δόντια, χωρίς να δίνεται λύση για ελάφρυνση των οικονομικών βαρών. Αντί αυτού η φορολογία γίνεται ακόμη πιο εξοντωτική, ωθώντας μας σε ένα θάνατο…»