Συνέντευξη: Μαρία Μίχου
michou@eleftheria.gr
Casus belli για τον εμπορικό κόσμο της Λάρισας αποτελεί η κίνηση του ΟΑΕΕ να αποστείλει ειδοποιητήρια - «ραβασάκια» τα αποκαλούν- για πληρωμή-ρύθμιση οφειλών ή «απειλή» εκτέλεσης αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου Λάρισας, Γιώργο Τσιαπλέ. Ο ίδιος υπογραμμίζει πως δεν φαίνεται «φως στο τούνελ» για τα επόμενα χρόνια, τουλάχιστον όχι όσο η ανεργία αποτελεί την μεγαλύτερη πληγή της ελληνικής κοινωνίας. Για τις Κυριακές, ο κ.Τσιαπλές τονίζει ξεκάθαρα ότι στόχος του εμπορικού κόσμου είναι να καταστεί ανενεργός ο σχετικός νόμος στην πράξη, ενώ το ίδιο ξεκάθαρα κάνει λόγο για χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας. Το «σαράκι» της αριστοτελικής συμμετοχής στα κοινά τον οδηγεί για δεύτερη φορά στο να διεκδικήσει την ψήφο των Λαρισαίων πολιτών, στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές, ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με την καινούρια παράταξη με επικεφαλής τον Ντίνο Διαμάντο.
«Ελευθερία»: Θα ήθελα να αρχίσουμε με το θέμα της κυριακάτικης λειτουργίας των καταστημάτων. Στις 3 Νοεμβρίου είναι η πρώτη Κυριακή από τις επτά νομοθετημένες, πλέον, Κυριακές που επιτρέπεται η λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων –όλων. Ποια είναι η στάση που θα τηρήσει ο Εμπορικός Σύλλογος Λάρισας και τι περιμένετε ότι θα συμβεί εκείνη την ημέρα;
Γιώργος Τσιαπλές: Καταρχήν θα ήθελα για πολλοστή φορά να επαναλάβω τη θέση μας ως διοικητικό συμβούλιο του ΕΣΛ ενάντια στην Κυριακάτικη λειτουργία των καταστημάτων, όπως αυτή εκφράστηκε ομόφωνα και στη γενική συνέλευση του Συλλόγου. Έχοντας πλέον ως δεδομένο τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο, θα συγκαλέσουμε το φθινόπωρο γενική συνέλευση και θα συναποφασίσουμε την περαιτέρω στάση μας, με απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες, όπως κάνουμε πάντα. Στόχος μας θα πρέπει να είναι να καταστήσουμε τον νόμο ανενεργό στην πράξη, όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε πανελλήνιο επίπεδο. Η Κυριακή πρέπει να παραμείνει αργία.
«Ε»: Γιατί πιστεύετε ότι η κυβέρνηση έριξε, τελικά, το «μπαλάκι» στους κατά τόπους αντιπεριφερειάρχες να αποφασίσουν πόσες επιπλέον Κυριακές και σε ποιες περιοχές θα μπορούν να λειτουργούν τα εμπορικά καταστήματα; Τι σκοπό εξυπηρετεί αυτή η «μανούβρα»; Συμφωνείτε με το «πολυζωνικό» σύστημα;
Γ.Τ. Η κυβέρνηση με το να ρίξει το «μπαλάκι» στους αντιπεριφερειάρχες θεωρώ ότι έκανε έναν ελιγμό τακτικής, προκειμένου να μετριάσει τις αντιδράσεις. Να θυμίσω, ότι όλο το προηγούμενο διάστημα το Υπουργείο Ανάπτυξης μιλούσε για 52 Κυριακές. Αυτή η δυνατότητα δίνεται και τώρα, έστω και έμμεσα και κανείς δεν εγγυάται ότι δεν θα γίνει προσπάθεια για πλήρη απελευθέρωση στο μέλλον. Ωστόσο, θεωρώ πως σε τοπικό επίπεδο δεν θα αντιμετωπίσουμε πρόβλημα, καθώς η συνεργασία μας με την Περιφέρεια Θεσσαλίας είναι άψογη και πρέπει να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Τόσο ο περιφερειάρχης, όσο και η αντιπεριφερειάρχης έχουν αποδείξει επανειλημμένα πως είναι κοντά στον εμπορικό κόσμο, σέβονται τις απόψεις και τις θέσεις του και συναποφασίζουν με τους εκπροσώπους του για θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων τους. Το «πολυζωνικό» σύστημα έτσι κι αλλιώς ίσχυε και πριν την ψήφιση του νέου νόμου, καθώς οι περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος ήταν ανοιχτά τις Κυριακές (νησιά, παραλιακές ζώνες κοκ). Άρα δεν κομίζει κάτι καινούριο.
«Ε»: Πριν από λίγες ημέρες η διοίκηση του ΟΑΕΕ απέστειλε ειδοποιητήρια στους ασφαλισμένους με ληξιπρόθεσμες οφειλές, προκειμένου είτε να τις εξοφλήσουν είτε να τις ρυθμίσουν, σε διαφορετική περίπτωση προειδοποιεί με τη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης. Ήδη έγινε μια πρώτη παράσταση διαμαρτυρίας. Πώς σχεδιάζετε να προχωρήσετε από δω και πέρα;
Γ.Τ. Η αποστολή των ειδοποιητηρίων είναι το λιγότερο ατυχής και θα έλεγα και προκλητική. Αν λάβουμε υπόψη, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλών αφορά σε εισφορές δύο με τριών ετών, οφείλονται δηλαδή στην μεγάλη οικονομική κρίση και στην πραγματική αδυναμία των ασφαλισμένων να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, τότε θα πρέπει να βρεθεί μια λύση που θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές δυνατότητες των ασφαλισμένων. Η τρέχουσα ρύθμιση με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτει, ουσιαστικά αποκλείει σχεδόν όλους τους οφειλέτες από τη δυνατότητα υπαγωγής σ’ αυτή, κάτι άλλωστε που φαίνεται κι από τη σχεδόν μηδενική ανταπόκριση. Για μας η λύση αυτή συνίσταται αφενός στο πάγωμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών και αφετέρου στη μείωση των εισφορών, που εφεξής θα πρέπει να καταβάλλονται κανονικά. Από κει και πέρα τα απειλητικά και εκβιαστικά «ραβασάκια» μόνο ανησυχία και ένταση δημιουργούν και καμία λύση δεν προσφέρουν. Για μας, η ενεργοποίηση μέτρων αναγκαστικής είσπραξης αποτελεί casus belli και δεν θα σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι να εξευρεθεί μια ρεαλιστική και βιώσιμη λύση.
«Ε»: Προβληματισμός όμως δημιουργείται και από τη διαφαινόμενη άρση απαγόρευσης πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, από τον Ιανουάριο του 2014. Βέβαια, αυτό το ερώτημα δεν αφορά μόνον στον εμπορικό κόσμο, αλλά ποιες θα είναι, κατά την εκτίμησή σας οι συνέπειες στην ελληνική κοινωνία;
Γ.Τ. Η άρση της απαγόρευσης, μοιραία θα οδηγήσει πολλούς ανθρώπους στο να χάσουν το σπίτι τους και πιθανότατα θα οδηγήσει σε κοινωνική έκρηξη. Η προστασία της πρώτης κατοικίας θα πρέπει να συνεχιστεί, κάτι που κι εμείς ως φορέας το έχουμε επισημάνει πολλές φορές. Και καλούμε και σε τοπικό επίπεδο τους βουλευτές του νομού, όλων των κομμάτων, να δεσμευτούν δημόσια, πως δεν πρόκειται να ψηφίσουν την άρση της απαγόρευσης. Είναι πλέον ξεκάθαρο πως τα ξένα και εγχώρια αρπακτικά έχουν βάλει στο μάτι το σπίτι του Έλληνα κι αυτό πρέπει να αποτραπεί πάση θυσία.
«Ε»: Στα τέλη Απριλίου του 2010, ο τότε πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε την υπαγωγή της Ελλάδας στο Μνημόνιο (α’). Ποια ήταν τα πρώτα συναισθήματά σας τότε; Τριάμισι χρόνια μετά την εφαρμογή των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, πώς αισθάνεστε σαν έμπορος, αλλά και σαν άνθρωπος;
Γ.Τ.: Το αρχικό αίσθημα της αμηχανίας διαδέχτηκε η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια για το τι μέλλει γενέσθαι. Έχοντας κατά νου τα παραδείγματα άλλων χωρών (βλ.Αργεντινή) που επέλεξαν να «διασωθούν» μέσω μνημονίων διέβλεπα ξεκάθαρα την πορεία προς την απόλυτη ύφεση στην οποία θα οδηγούμασταν. Σήμερα, δυστυχώς, οι εκτιμήσεις αυτές επαληθεύονται, καθώς η κρίση μέρα με τη μέρα βαθαίνει και παρά τις επικοινωνιακού τύπου εξαγγελίες περί success story, δεν διαφαίνεται φως στο υφεσιακό τούνελ της πραγματικής οικονομίας. Πιστεύω ότι τα χρόνια που έρχονται θα είναι ακόμα πιο δύσκολα για όλους μας. Τριάμισι χρόνια μετά από τον Απρίλιο του 2010 η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια παραμένουν ακόμα πιο έντονα και έρχεται να προστεθεί και η απογοήτευση, που τόσες θυσίες δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα -άλλωστε δεν ήταν δυνατό να έχουν θετικό αποτέλεσμα πολιτικές που συνθλίβουν την κοινωνία. Τελικά, το μόνο που «καταφέραμε» ως χώρα με τα μνημόνια ήταν να οδηγηθεί ένας ολόκληρος λαός στη φτώχεια, την απόγνωση και την κατάθλιψη και να υποθηκεύσουμε όχι μόνο το μέλλον μας αλλά και το μέλλον των παιδιών μας.
«Ε»: Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο εμπορικός κόσμος της Λάρισας –και της χώρας- αυτή τη στιγμή και τι προτείνετε για τη λύση του;
Γ.Τ. Οι εμπορικές επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν όχι ένα, αλλά πολλά και σοβαρά προβλήματα με κυριότερο βέβαια τη ραγδαία πτώση του τζίρου που σε βάθος τριετίας φτάνει ή και, σε πολλές περιπτώσεις, ξεπερνάει το 50%. Αν αυτό το γεγονός συνδυαστεί και με την αύξηση των ανελαστικών δαπανών, εύκολα μπορεί κανείς να κατανοήσει τη δεινή θέση στην οποία βρίσκονται σήμερα οι Έλληνες έμποροι. Από κει και πέρα η παντελής έλλειψη χρηματοδότησης, η απουσία πίστωσης εκ μέρους των προμηθευτών, η άδικη υπερφορολόγηση και γενικά η «εχθρική» στάση της πολιτείας απέναντι στις επιχειρήσεις -να επανέλθω στα ραβασάκια του ΟΑΕΕ- δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο τη θέση μας.
«Ε»: Στην αγορά της Λάρισας, μετά από περίπου δυόμισι χρόνια βροχής «λουκέτων» έχει αρχίσει να διαφαίνεται μια «σταθεροποίηση» ή απλώς πρόκειται για τη «νηνεμία πριν την καταιγίδα»;
Δεν θα μπορούσα να μιλήσω για σταθεροποίηση, καθώς τα λουκέτα συνεχίζονται. Η ερχόμενη σεζόν θα είναι καταλυτικής σημασίας για την αγορά της Λάρισας, και όχι μόνο, καθώς θα πρέπει οι επιχειρήσεις να πληρώσουν πέρα από τα εμπορεύματα, που όπως είπα και παραπάνω πληρώνονται σχεδόν στις περισσότερες περιπτώσεις τοις μετρητοίς, και τους φόρους που έρχονται (εισοδήματος, εισφορά αλληλεγγύης, ΕΤΑΚ κ.α), αλλά και τις τρέχουσες ανελαστικές δαπάνες. Σίγουρα, λοιπόν, ο ερχόμενος χειμώνας θα αποτελέσει βαρόμετρο στον αγώνα επιβίωσης που δίνουν οι εμπορικές επιχειρήσεις.
«Ε»: Ποια είναι η μεγαλύτερη επίπτωση της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας και της ύφεσης στην ελληνική κοινωνία; Εσείς, προσωπικά, πώς έχετε βιώσει –και επιβιώσει- από αυτό το «μπαράζ» λιτότητας; Υπάρχει κάποιο γεγονός που να σας συγκλόνισε ή κάποιο γεγονός που να σας έδωσε ελπίδα;
Γ.Τ. Αναμφίβολα η μεγαλύτερη επίπτωση από τη χρεοκοπία -γιατί δεν πρέπει να εξωραΐζουμε τους όρους- της ελληνικής οικονομίας είναι η έκρηξη της ανεργίας, φαινόμενο που μετατρέπει την οικονομική κρίση σε ανθρωπιστική. Έτσι όπως πάμε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ένας στους δύο ενεργούς εργασιακά πολίτες δεν θα έχει δουλειά. Όμως η εργασία, και όχι η απασχόληση όπως λανθασμένα ή και από πρόθεση συνηθίζεται να λέγεται, αποτελεί θεμελιώδες και βασικό δικαίωμα του πολίτη και η διασφάλισή της πρωταρχική υποχρέωση της οργανωμένης πολιτείας. Αντ΄ αυτού σήμερα βιώνουμε την απόλυτη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και οδηγούμαστε σε εργασιακό μεσαίωνα.
Μέσα σ’ αυτή τη λαίλαπα που ζούμε οι επιχειρήσεις που καταφέρνουμε με τα χίλια μύρια προβλήματα και συνεχίζουμε να λειτουργούμε δικαιούμαστε ένα άτυπο ISO, όπως λέει και ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, επιβίωσης. Αν δεν υπάρξει αλλαγή πλεύσης άμεσα, τότε πολύ φοβάμαι πως σύντομα ο αριθμός των επιχειρήσεων που θα απομείνουν δεν θα είναι ούτε το μισό του σημερινού.
Η εικόνα των κλειστών καταστημάτων είναι από μόνη της συγκλονιστική. Ιδιαίτερα, όμως, για μας τους εμπόρους που γνωριζόμαστε μεταξύ μας και μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα από τον καθένα τη θέση του συναδέλφου που κλείνει την επιχείρησή του, το συναίσθημα είναι ακόμα πιο έντονο. Και μοιραία από το μυαλό του καθενός περνά η σκέψη, πως μπορεί πολύ σύντομα να βρεθεί κι ο ίδιος στην ίδια θέση.
«Ε»: Η Λάρισα είναι μια πόλη και μια κοινωνία με ιδιαίτερη δυναμική, ωστόσο δεν υπάρχει συνεργασία ανάμεσα της φορείς της. Γιατί συμβαίνει αυτό και τι πρέπει να αλλάξει;
Γ.Τ.: Οι φορείς αποτελούν το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας και η μεταξύ τους συνεργασία θα πρέπει να είναι δεδομένη και συνεχής. Μέχρι τώρα αυτό δεν γινόταν, ίσως γιατί ο κομματισμός κυριαρχούσε και σε επίπεδο φορέων. Ωστόσο, η συμμετοχή νέων ανθρώπων, και όχι μόνο ηλικιακά, αποστασιοποιημένων από κομματικές εξαρτήσεις, με ανησυχίες για την πορεία του τόπου και διάθεση συνεργασίας δείχνει να αλλάζει το τοπίο. Κι αυτό είναι πολύ καλό για το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ήδη εδώ και αρκετό καιρό σε επίπεδο διοικήσεων οι τοπικοί επαγγελματικοί φορείς, με πρωτοβουλία του Επιμελητηρίου, συχνά πυκνά μιλάμε μεταξύ μας για τα θέματα που απασχολούν την τοπική, και όχι μόνο, κοινωνία και καθορίζουν κοινή στάση. Να θυμίσω τη συλλογική πρωτοβουλία που λάβαμε για το ΤΕΙ Λάρισας, σε συνεργασία με την περιφέρεια Θεσσαλίας, και η οποία είχε ουσιαστικά αποτελέσματα. Αυτές οι κοινές δράσεις πρέπει να συνεχιστούν και θα συνεχιστούν.
«Ε»: Πρόσφατα ανακοινώσατε την υποστήριξή σας σε μια νέα δημοτική κίνηση –εν δυνάμει παράταξη, ενόψει των εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση. Θα συμμετέχετε κι εσείς ως υποψήφιος;
Γ.Τ.: Η προαγωγή του κοινωνικού συμφέροντος, μέσα από τη συμμετοχή στα κοινά αποτελεί όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση των πολιτών, κάτι που με τον καλύτερο τρόπο συνοψίζεται και στην περίφημη φράση του Περικλή: «Τόν μηδέν τούτων μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν». Η όποια, λοιπόν, συμμετοχή μου στα κοινά απορρέει από την έμφυτη ανησυχία μου για το μέλλον της κοινωνίας μας. Η στήριξη στη νέα δημοτική κίνηση – κίνημα έχει να κάνει με το ύφος και το σκεπτικό της. Πρόκειται για μια κίνηση βγαλμένη από τα σπλάχνα της λαρισαϊκής κοινωνίας και που δεν υπαγορεύτηκε από το οποιοδήποτε κομματικό επιτελείο, που δημιουργήθηκε μέσα από τις συζητήσεις και τις ανησυχίες των δημοτών της πόλης μας για την πορεία και το μέλλον της. Δεν επιδιώκει κανένα κομματικό χρίσμα και μπορεί και ενεργοποιεί ανθρώπους, που πέρα από τις όποιες ιδεολογικές ή πολιτικές τους καταβολές, ως πρωταρχικό στόχο θέτουν το συμφέρον της πόλης που ζουν και δραστηριοποιούνται, οικογενειακά, κοινωνικά και επαγγελματικά. Σ’ αυτή λοιπόν τη βάση θεωρώ πως είναι υποχρέωσή μου, ως ενεργού και συνειδητοποιημένου πολίτη, να συμμετέχω.