Τη μεγαλύτερη «αιμορραγία» στην απασχόληση είχαν οι μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα συγκυρίας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, στην πενταετία της κρίσης –δηλαδή το διάστημα 2008-2012- χάθηκαν 880.000 θέσεις εργασίας σε όλους τους κλάδους των μικρομεσαίων. Από αυτές, οι 600.000 θέσεις εργασίας εξαφανίστηκαν από τις μικρές επιχειρήσεις, δηλαδή αυτές που απασχολούν 1-9 άτομα. Όσο για τις αλλαγές που έγιναν στο εργασιακό νομοθετικό πλαίσιο, ευνοημένες δηλώνουν οι μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ σχεδόν έξι στις δέκα μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους ζητούν μείωση των εργοδοτικών εισφορών και μεγαλύτερη ευελιξία στο ωράριο εργασίας.
Με βάση τα ευρήματα της ΕτΕ, κατά τη διάρκεια της κρίσης χάθηκε το ένα τέταρτο της απασχόλησης –δηλαδή περίπου 880.000 θέσεις εργασίας. Οι μεγαλύτερες απώλειες σημειώθηκαν στους κλάδους
κατασκευών και βιομηχανίας (55% και 35% αντίστοιχα), ενώ το εμπόριο περιορίστηκε κατά 20%. Την μικρότερη πτώση παρουσίασαν οι επιχειρήσεις υπηρεσιών (μείωση της απασχόλησης κατά 15%), ωστόσο αυτή είχε σημαντική επίδραση στη συνολική απασχόληση, δεδομένου ότι στο συγκεκριμένο κλάδο απασχολούνται διαχρονικά σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι του εταιρικού τομέα.
«ΡΑΧΟΚΟΚΚΑΛΙΑ»
Η έρευνα επιβεβαιώνει το ότι οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη «ραχοκοκκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, καθώς η έντονη παρουσία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον εταιρικό τομέα επιβεβαιώνεται από το μερίδιό τους στη συνολική απασχόληση, που φθάνει το 80% το 2013 (60% για τις μικρές και 20% για τις μεσαίες επιχειρήσεις). Ακόμα μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωσή στους κλάδους εμπορίου και κατασκευών (της τάξης του 90%). Να σημειωθεί ότι στο δείγμα 1.000 επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα συγκυρίας, δεν περιλαμβάνονται οι τομείς γεωργίας-αλιείας, ορυχείων, ηλεκτρικού ρεύματος και χρηματ/κών υπηρεσιών, ενώ εξαιρούνται και οι υπηρεσίες του Δημόσιου τομέα. Ως μικρές επιχειρήσεις θεωρούνται αυτές με 1-9 εργαζόμενους, μεσαίες επιχειρήσεις με 10-49 εργαζόμενους, μεγάλες επιχειρήσεις με 50-249 εργαζόμενους και πολύ μεγάλες
επιχειρήσεις με περισσότερους από 250 εργαζόμενους. Ο ευρύτερος κλάδος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχει υποστεί μείωση απασχόλησης της τάξης του 30% (820.000 θέσεις εργασίας), έναντι μόλις 10% των μεγάλων, ενώ σημειώνεται ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις εμπορίου και υπηρεσιών κατάφεραν να διατηρήσουν σταθερή την απασχόλησή τους στο διάστημα 2008-2013. Εστιάζοντας στην απασχόληση ανά μέγεθος επιχειρήσεων διαπιστώνουμε πως το 70% της πτώσης εντοπίζεται στις μικρές επιχειρήσεις, από τις οποίες χάθηκαν 600.000 θέσεις εργασίας.
ΕΥΕΛΙΞΙΑ
Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ΜμΕ επέδειξαν υψηλά επίπεδα ευελιξίας: η μείωση του μέσου μισθού ανά εργαζόμενο σε συνδυασμό με τις απολύσεις κατάφεραν να συγκρατήσουν το κόστος εργασίας σε ένα σταθερό ποσοστό των εσόδων (27% των εσόδων το 2012 από 29% το 2007). Η εξέλιξη αυτή αποτελεί θετικό σημάδι αναδιάρθρωσης, ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία κατάρρευσης των εσόδων των ΜμΕ
(πτώση 50% την τελευταία πενταετία). Ο περιορισμός του κόστους εργασίας κατά περίπου 50% επιτεύχθηκε μέσω μείωσης του μέσου μισθού ανά εργαζόμενο, που συνέβαλε στη μείωση του κόστους εργασίας κατά 38%, μέσω μείωσης του αριθμού απασχολούμενων, η οποία οδήγησε σε μείωση του κόστους εργασίας κατά 12%. Επιπλέον, οι ΜμΕ φαίνεται να πέτυχαν παρόμοια συγκράτηση με των μισθολογικών εξόδων τους και για τα μη μισθολογικά τους έξοδα, καθώς η δομή του κόστους τους έμεινε σταθερή. Αν και τα τρία τέταρτα των ΜμΕ προχώρησαν σε μεταβολές του μισθολογικού κόστους κατά την προηγούμενη πενταετία, πάνω από το 50% δεν σκοπεύει να μεταβάλλει το μισθολογικό του κόστος κατά το επόμενο έτος. Περίπου μία στις τέσσερις μικρομεσαίες κατέφυγε σε απολύσεις και μειώσεις μισθών κατά την προηγούμενη πενταετία, ένα ακόμα 21% μετέβαλε μόνο μισθούς και ένα ακόμα 15% άλλαξε μόνο αριθμό εργαζομένων.
ΠΙΟ ΕΥΑΛΩΤΕΣ
Ο μέσος αριθμός εργαζομένων ανά επιχείρηση έχει μειωθεί κατά 25% την τελευταία πενταετία (σε 20 άτομα το 2012 από 27 το 2007). Οι μικρές επιχειρήσεις φαίνεται να είναι πιο ευάλωτες, με πτώση της μέσης απασχόλησης κατά 40% (6 εργαζόμενοι κ.μ.ο. το 2012 από 10 το 2007), έναντι 23% για τις μεσαίες (34 εργαζόμενοι κ.μ.ο. το 2012 από 44 το 2007). Οι μεγαλύτερες απώλειες παρατηρήθηκαν στον κλάδο κατασκευαστικών ΜμΕ, όπου το επίπεδο απασχόλησης ανά επιχείρηση περιορίστηκε στο μισό κατά την τελευταία πενταετία, ενώ μεγαλύτερες ήταν οι αντιστάσεις του κλάδου υπηρεσιών, όπου η απασχόληση ανά επιχείρηση μειώθηκε κατά μόλις 5% την τελευταία πενταετία. Η πτώση της απασχόλησης την τελευταία πενταετία φαίνεται να συνοδεύτηκε από αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας σε ΜμΕ. Σημειώθηκε αύξηση στη συνεισφορά της μερικής απασχόλησης που έφτασε στο 11% των εργαζομένων το 2012, από 4% το 2007. Επιπλέον, λόγω της δυσμενούς συγκυρίας, το 45% των ΜμΕ αναγκάστηκε να καθυστερήσει την καταβολή μισθών την τελευταία διετία, με μέση καθυστέρηση 1,5 μήνα.
ΖΗΤΟΥΜΕΝΑ
Το 60% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θεωρεί ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στην αγορά εργασίας την τελευταία τριετία φάνηκαν χρήσιμες. Περισσότερο φαίνεται να επωφελήθηκαν οι μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ μόνο το 27% των μικρότερων ΜμΕ θεωρεί ότι βοηθήθηκε σε κάποιο βαθμό από τις πρόσφατες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Ως αποτελεσματικότερο μέτρο, οι ΜμΕ ξεχωρίζουν τη
μείωση των εργοδοτικών εισφορών, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων θεωρεί ότι μπορεί να ενισχυθεί από περαιτέρω νομοθετικές ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας -ποσοστό που φτάνει το 60% ακόμα και για τις πιο μικρές ΜμΕ. Οι κύριοι τομείς που προτείνουν για περαιτέρω
μεταρρύθμιση είναι η μείωση των εργοδοτικών εισφορών, η καθιέρωση ευέλικτων ωραρίων, η μείωση του κόστους των απολύσεων και οι μεταβολές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ
Η πλειοψηφία των ΜμΕ προχώρησε σε μείωση της απασχόλησης κατά την τελευταία πενταετία, ωστόσο το 17% των ΜμΕ επέλεξε καθαρή αύξηση της απασχόλησης στο ίδιο διάστημα (με το 7% των ΜμΕ να αυξάνει την απασχόλησή του πάνω από 50%). Η πλειοψηφία (τα ¾) των επιχειρήσεων που αύξησαν απασχόληση είναι μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ συγκεκριμένοι κλάδοι δε ξεχωρίζουν. Από τις ΜμΕ που αύξησαν απασχόληση, το 70% κατάφερε να μην αυξήσει παράλληλα το μισθολογικό του κόστος (40% το μείωσε και 30% το διατήρησε σταθερό). Το 80% των εταιρειών που αύξησαν την απασχόληση και μείωσαν το μισθολογικό κόστος το κατάφερε μέσω απολύσεων και επαναπροσλήψεων εργαζομένων με χαμηλότερο μισθό. Γενικότερα, η στρατηγική κάλυψης του κενού απολύσεων με πρόσληψη νέων εργαζομένων με χαμηλότερες απολαβές εφαρμόστηκε σε ποσοστό 53% (από τις ΜμΕ που αύξησαν απασχόληση κατά τη διάρκεια της πενταετίας), έναντι περίπου
16% εκείνων που μείωσαν απασχόληση στο ίδιο διάστημα. Οι ΜμΕ που αύξησαν απασχόληση κατάφεραν να επιτύχουν ένα διπλό στόχο: κέρδισαν μερίδιο αγοράς έναντι των εταιρειών που ακολούθησαν περιοριστικές πολιτικές απασχόλησης και κατάφεραν να διατηρήσουν την υψηλότερη παραγωγικότητα (προσαρμοσμένη για μισθούς) που είχαν και πριν την κρίση. Οι επιχειρήσεις που αύξησαν απασχόληση παραμένουν το πιο υγιές κομμάτι των ΜμΕ, με σημαντικά πιο αναπτυξιακούς στόχους (51% αυτών στοχεύει σε ανάπτυξη, έναντι 24% για τις ΜμΕ που μείωσαν απασχόληση) και υψηλότερη αντοχή στην κρίση (18 μήνες, έναντι 14 μήνες για τις λοιπές ΜμΕ). Μετά τις αναδιαρθρώσεις στην αγορά εργασίας της προηγούμενης πενταετίας, οι ΜμΕ δείχνουν μια τάση
σταθεροποίησης της απασχόλησης για το επόμενο έτος. Συγκεκριμένα, το 60% δηλώνει ότι έχει όσο προσωπικό χρειάζεται, ενώ μόλις το 20% συνεχίζει να απασχολεί πλεονάζον προσωπικό. Αντίστοιχα (της τάξης του 20%) είναι τα ποσοστά των ΜμΕ που σκοπεύουν να μεταβάλουν τον αριθμό απασχολούμενων το επόμενο έτος με σκοπό τον περιορισμό του κόστους εργασίας τους. Μια σύγκριση των προσδοκιών αυτών με την πραγματοποιηθείσα κατάσταση των τελευταίων ετών (όπου 44% των ΜμΕ προχώρησε σε μείωση κόστους εργασίας μέσω απολύσεων) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο κομμάτι των ανακατατάξεων στην αγορά εργασίας των ΜμΕ έχει ήδη πραγματοποιηθεί.
ΤΣΟΥΝΑΜΙ
Για φθινοπωρινό και χειμωνιάτικο «τσουνάμι» νέων μέτρων, που αποκαλύπτεται από τις προτάσεις του ΔΝΤ, κάνει λόγο η διοίκηση του Εργατικού Κέντρου Λάρισας. «Ετοιμάζουν πρόσθετα μέτρα για ακόμα μεγαλύτερο χτύπημα στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, μεγαλύτερη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και εφαρμογή νέων ανατροπών στις συλλογικές συμβάσεις με στόχο να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων», επισημαίνεται.