«Η συνέχιση της απεργίας στις λαϊκές αγορές δεν έχει κανένα νόημα και το μόνο που επιτυγχάνει είναι να στέλνει τους καταναλωτές σε άλλα δίκτυα διανομής» υπογραμμίζεται σε ανακοίνωση του υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Από το Γραφείο Τύπου του υπουργείου σημειώνεται ότι ψηφίστηκε επί της αρχής από το Κοινοβούλιο το νομοσχέδιο για το υπαίθριο εμπόριο, το οποίο κωδικοποιεί και ομογενοποιεί την ως τώρα ισχύουσα νομοθεσία, ενώ συγχρόνως εκσυγχρονίζει τη λειτουργία του υπαιθρίου εμπορίου και την εξισορροπεί σε σχέση με εκείνη του στεγασμένου.
Όπως αναφέρεται, «η κυβέρνηση αποδέχθηκε κατά τη συζήτησή του σειρά προτάσεων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ώστε η τελική μορφή του νέου νόμου να απηχεί τις απόψεις της ευρείας πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου ενώ διευκρινίστηκε από τις νομοτεχνικές βελτιώσεις που έγιναν, ότι καμία άδεια και καμία θέση δεν χάνεται. Αντιθέτως, το σχέδιο νόμου δίνει τέλος στην εργασιακή ανασφάλεια των επαγγελματιών των λαϊκών αγορών, αφού οι άδειές τους, από τριετούς διάρκειας, μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, ενώ προβλέπονται και δυνατότητες μεταβίβασής τους. Συγχρόνως το σχέδιο νόμου συμβάλλει στην καταπολέμηση της ανεργίας, αφού οι όποιες νέες άδειες θα δίνονται μόνο σε ανέργους. Κι από τους ανέργους, προτεραιότητα δίνεται στις ευπαθέστερες ομάδες.
Ακόμη, μετά τη μείωση του ημερήσιου τέλους που είχε ζητηθεί από το υπουργείο Ανάπτυξης κι εγκρίθηκε από τους Οργανισμούς Λαϊκών Αγορών, βελτιώνονται περαιτέρω οι όροι με τους οποίους προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κρίση οι έμποροι των λαϊκών αγορών, καθώς τους παρέχεται η δυνατότητα να πωλούν περισσότερα προϊόντα. Το σχέδιο νόμου διασφαλίζει με τη μεγαλύτερη διαφάνεια την επανατοποθέτηση παραγωγών κι επαγγελματιών σε διακριτές, πλέον, πτέρυγες με εφ' άπαξ κλήρωση τον Ιανουάριο του 2015 και κυκλική μετατόπιση κατά μια θέση μια φορά τον χρόνο, ώστε αφενός να ενταθεί ο ανταγωνισμός και αφ' ετέρου να μην υπάρχουν προνομιούχοι (εκείνοι δηλαδή που έχουν εξασφαλίσει προνομιακή θέση στο χώρο μιας λαϊκής) και μη.
Παράλληλα, το σχέδιο νόμου δίνει τη δυνατότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης του παρεμπορίου, τόσο με τη δημιουργία ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων, ώστε να αντιμετωπίζονται οι ψευδοπαραγωγοί, όσο και με τις κυρώσεις που προβλέπονται. Ο νόμιμος παραγωγός και επαγγελματίας δεν έχει να φοβηθεί απολύτως τίποτα».