Του Φίλιππου Σαχινίδη
Μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, κάποιοι, μεταξύ των οποίων και Κόμματα, υποστηρίζουν ότι το χρέος της χώρας ή τμήμα του, είναι «ειδεχθές» ή «επαχθές» (odious debt).
Διεθνώς, η νομική αυτή θεώρηση αφορά χρέος που έχει συναφθεί από δικτατορικές ή «τυραννικές» κυβερνήσεις επ’ ονόματι και για λογαριασμό της κρατικής οντότητας και επιπρόσθετα τα ποσά των δανείων χρησιμοποιήθηκαν για τον προσωπικό πλουτισμό των δικτατόρων και όχι για τις ανάγκες των πολιτών.
Παραβλέπουν, λοιπόν, οι υποστηρικτές αυτής της θεώρησης, ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, το χρέος έχει συναφθεί από εκλεγμένες από τον Ελληνικό λαό κυβερνήσεις της χώρας. Επιπρόσθετα, έχει εγκριθεί η σύναψη του από το Ελληνικό Κοινοβούλιο στις συζητήσεις για τον Προϋπολογισμό αλλά και για τον Απολογισμό και Ισολογισμό του Κράτους.
Είναι προφανές, ότι μέσω αυτής της προσέγγισης επιχειρούν να δώσουν απάντηση στο θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, παράγοντας καθοριστικός για την οριστική έξοδο της χώρας από την κρίση.
Η βιωσιμότητα του χρέους επηρεάζεται από παράγοντες, όπως η ύπαρξη ή μη ελλειμμάτων, το ύψος των επιτοκίων, η πορεία του ΑΕΠ. Όσο πιο γρήγορα αυξάνεται το ονομαστικό ΑΕΠ τόσο πιο εύκολα μπορεί να εξυπηρετηθεί το χρέος και μειώνεται και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ που αξιολογούν οι αγορές. Άρα, ένας υψηλός πληθωρισμός ή μια γρήγορη αύξηση του ΑΕΠ βοηθά στη μείωση του βάρους του χρέους.
Η Ελλάδα κατάφερε σε τέσσερα χρόνια να δημιουργήσει πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ μέσω της εσωτερικής υποτίμησης εξουδετέρωσε τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό είχα επισημάνει ότι τον τελευταίο χρόνο, παρατηρούμε, το εξής παράδοξο στην Ελλάδα:
Η χώρα έχει αποπληθωρισμό, ο οποίος βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα αλλά υπονομεύει την δυναμική του χρέους, παρά το γεγονός, ότι πετυχαίνουμε τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Για να το αποφύγουμε αυτό, η Ελλάδα πρέπει να έχει μικρότερο πληθωρισμό από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Όχι όμως αποπληθωρισμό, που οδηγεί σε μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ και επομένως σε αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Αυτή όμως η στόχευση δυσχεραίνεται από την επιλογή της ΕΚΤ να κρατά τον πληθωρισμό κάτω από το 1%, πολύ κάτω από το στόχο του 2%, που ορίζει η Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Οι χώρες με πλεόνασμα θα πρέπει να έχουν υψηλότερο πληθωρισμό από τον παρόντα, για να βοηθήσουν τις χώρες με ελλείμματα, όπως η Ελλάδα, να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους χωρίς να υπονομεύεται η προσπάθειά τους για μείωση του χρέους.
Οι χώρες μέλη της Ε.Ε. και η ΕΚΤ πρέπει να αντιμετωπίσουν το ταχύτερο δυνατό τον κίνδυνο που συνεπάγεται ο αποπληθωρισμός για την βιωσιμότητα του χρέους χωρών σε πρόγραμμα, σε συνδυασμό βέβαια με τις όποιες άλλες αναγκαίες αποφάσεις που αναμένονται να ληφθούν. Η σύγκρουση του Επιτρόπου Ο. Ρεν και του Υπ. Οικονομικών της Γερμανίας κ. Σόιμπλε επί του θέματος του αποπληθωρισμού, αποκτά πλέον ιδιαίτερη σημασία και για αυτό το λόγο.
Σε αντίθετη περίπτωση, οι πολίτες των χωρών σε πρόγραμμα θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι όλες τους οι προσπάθειες για να πετύχουν πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να ελεγχθεί η δυναμική του χρέους, είναι χωρίς προοπτική.
* Το άρθρο του Φίλλιπου Σαχινίδη δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών